AChecker validation success

28η Οκτωβρίου

28 Οκτωβρίου 2019

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Μόνο όσοι έχουν ζήσει την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μπορούν να συλλάβουν, στην πραγματική της ένταση, τη μοναδική έξαρση του ελληνικού έθνους και τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η θρασύτατη ιταλική απειλή. Είχε μεθύσει ολόκληρος ο ελληνισμός απ’άκρον εις άκρον, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη, πολιτικές πεποιθήσεις και τόπο διαμονής. Και, ενωμένος σαν μια γροθιά, κατατρόπωσε τον εισβολέα, αφήνοντας εμβρόντητη την οικουμένη. Τη μέθη αυτή του ελληνικού έθνους, εξέφρασε ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς με το εξής μήνυμα που έστειλε :

«Μόνο ένα λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανέναν,

Μεθύστε με τ’αθάνατο κρασί του Εικοσιένα.»

Η 28η Οκτωβρίου 1940 με βρήκε στα θρανία του 2ου Γυμνασίου του Βόλου. Ήταν η δεύτερη τάξη των γυμνασιακών μου σπουδών (οχτατάξιο Γυμνάσιο). Εκείνο το πρωινό λοιπόν μπήκε στην τάξη ο αξέχαστος Γυμνασιάρχης μας Παπαϊωάννου (από τα Κανάλια της Καρδίτσας ) και, ήρεμα, μας ανήγγειλε ότι έχουμε πόλεμο με την Ιταλία, ότι διακόπτονται προσωρινά τα μαθήματα και ότι πρέπει ήσυχα να πάμε στα σπίτια μας. Ήμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του αδερφού του πατέρα μου Μήτσου ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο στο Βόλο. Ήταν ένα ωραίο σπίτι με μεγάλο κήπο, γεμάτο οπωροφόρα δέντρα κοντά στην παραλία. Ο θείος Μήτσος είχε ένα μοναχογιό τον Γιώργο, μία τάξη μικρότερο. Ξεκινήσαμε λοιπόν με το Γιώργο για το σπίτι αλλά στο δρόμο άρχισαν να σκούζουν με τον ανατριχιαστικό τους ήχο οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας . Τρέξαμε έντρομοι στο σπίτι. Σε λίγο ήρθε ο θείος και μας είπε να ετοιμαστούμε για το χωριό της καταγωγής της θείας μου, την Άνω Γατζέα του Πηλίου. Πήραμε λοιπόν το υπέροχο τραινάκι του Πηλίου και φθάσαμε στην Γατζέα, ένα γραφικό χωριό χωμένο μέσα στις ελιές. Καταλύσαμε σ’ένα συγγενικό σπίτι της θείας μου κι’από κει ζήσαμε τις πρώτες μέρες του πολέμου. Δύο-τρεις μέρες μετά την εγκατάστασή μας στην Γατζέα, νάσου τα Ιταλικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν το Βόλο από πολύ μεγάλο ύψος. Τα κοιτάζαμε και βλέπαμε γύρω τους να σκάνε οι οβίδες του αντιαεροπορικού πυροβολικού. Συνταρακτικό για μας θέαμα το οποίο απολαμβάναμε εκ του φυσικού και όχι από μία κινηματογραφική ταινία. Τα βράδια ακούγαμε τα νέα από το ραδιόφωνο του καφενείου της πλατείας. Μαζί με τις πρώτες νίκες του στρατού μας που ξεσήκωναν παραλήρημα ενθουσιασμού στο ακροατήριο, ακούγαμε και ονόματα τραυματιών. Τότε άκουσα τον τραυματισμό του μνηστήρα της μεγάλης μου αδερφής Χαρίκλειας, του Στέφανου Λαζαρίδη. Άκουσα επίσης τον τραυματισμό και ενός άλλου συγχωριανού, του Νόντα Οικονόμου. Μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι, τρύπησε το κράνος και τον τραυμάτισε μάλλον ελαφρά. Αργότερα, όταν πήγα στο χωριό μας, την Καστανιά Καρδίτσας, όπου ο Στέφανος έμεινε για λίγο με αναρρωτική άδεια, ρουφούσα αχόρταγα τις διηγήσεις του από τις μάχες στο μέτωπο. Ο Στέφανος ήταν λοχίας πεζικού. Όταν καταλάγιασε ο φόβος των βομβαρδισμών, μαζευτήκαμε στο Βόλο και, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, πήρα το τραίνο των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων για την Καρδίτσα. Το τραίνο ήταν γεμάτο νέους στρατιώτες που πήγαιναν στην Καλαμπάκα και από κει με τα πόδια στο μέτωπο. Οι στρατιώτες έδειχναν να διακατέχονται από έναν ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Φώναζαν, τραγουδούσαν και πυροβολούσαν από τα παράθυρα…Θυμάμαι που μπήκε στο βαγόνι ένας αξιωματικός και τους είπε : Σταματήστε να πυροβολείτε, δεν θα σας μείνουν σφαίρες για τους Ιταλούς ! Έτσι πήγαιναν οι φαντάροι μας στο μέτωπο. Έτσι εξηγείται το θαύμα της Αλβανίας. Στην Καρδίτσα κατέλυσα σε συγγενικό σπίτι. Μόλις οι συγγενείς αυτοί είχαν επιστρέψει από την Καστανιά όπου παρέμειναν λίγες μέρες στο πατρικό μας σπίτι, έπειτα από κάποιο βομβαρδισμό που είχε γίνει στην Καρδίτσα. Οι Ιταλοί στόχευαν τους στρατώνες, αλλά οι βόμβες έπεσαν έξω απ’την πόλη κοντά στο μύλο του Παρθένη με μοναδικό αποτέλεσμα το θάνατο ενός γαϊδάρου και τον ελαφρύ τραυματισμό της κυρίας Παρθένη στο γλουτό. Όπως μου είπαν, ο πατέρας μου, ειρωνευόμενος τους Ιταλούς αεροπόρους, έλεγε : τι πέτυχαν ; χτύπησαν ένα γάιδαρο και το κώλο της μυλωνούς ! Φθάνοντας στην Καστανιά, βρήκα έναν πατέρα αλλαγμένο. Ο συνήθως φειδωλός σε εκδηλώσεις και αυστηρός προς όλους Κώστας Ζαχαρόπουλος φαινόταν να βρίσκεται σε διαρκή έξαρση. Κάθε φορά που αναγγέλλονταν μία νίκη του στρατού μας, έβγαζε τη σημαία, ζητωκραύγαζε και κερνούσε όλους όσους βρίσκονταν στο μαγαζί του. Ασφαλώς αυτές οι νίκες του θύμιζαν τις νίκες των βαλκανικών πολέμων στους οποίους είχε λάβει μέρος και είχε μπει νικητής στη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο τελευταίος χάρισε στους μαχητές του – και στον πατέρα μου- μία φωτογραφία του, με ιδιόχειρη αφιέρωση. Την κρατάει τώρα ο γιός μου που φέρει το όνομά του. Αλλά και όλο το χωριό βρίσκονταν σε έξαρση. Συσσίτια οργανώθηκαν για τις άπορες οικογένειες των στρατευμένων, οι γυναίκες νυχτέρευαν πλέκοντας μάλλινες κάλτσες και πουλόβερ για τους στρατιώτες του μετώπου, ο καθένας συνείσφερε στον αγώνα όπως μπορούσε. Μέσα σ’αυτό το κλίμα, άρχισαν να φθάνουν τα μαντάτα για τους πεσόντες στο μέτωπο. Δεν θα ξεχάσω το θρήνο της Νικόλαινας Κόγια όταν έλαβε το μαντάτο για το θάνατο του δασκάλου- εφέδρου ανθυπολοχαγού γιού της Παναγιώτη. Λίγο πριν από τον πόλεμο είχε πεθάνει, νεότατος, από πνευμονία (δεν υπήρχε πενικιλίνη τότε), ο άλλος δάσκαλος γιος της ο Κώστας, κάπου στη Μακεδονία όπου υπηρετούσε. Η Νικόλαινα ήταν ένας δυνατός άνθρωπος. Άντεξε τον χαμό των δύο γιων της, τον ένα μετά τον άλλον , δύο λεβέντες που με μύριες θυσίες είχε σπουδάσει. Είχε άλλους δύο γιους και τρεις κόρες. Σπούδασε τον νεώτερο, κράτησε τον μεγαλύτερο στο σπίτι για στήριγμα και πάντρεψε τις 3 κόρες. Αυτές ήταν οι μανάδες του 40, οι Αγραφιώτισσες μανάδες. Τραγικότερη ήταν η Λίαινα του Μπότση που είχε χηρέψει νέα και τώρα έχασε και τον πρωτότοκό της, το λεβέντη Θεοφάνη.

Έτσι κύλησε ο χρόνος μέχρι την 6η Απριλίου 1941, ημέρα της Γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας. Οι Γερμανοί έφθασαν στα σύνορά μας μέσω της Βουλγαρίας χωρίς πρόβλημα εφόσον η Βουλγαρία ήταν σύμμαχός τους. Η Γιουγκοσλαβία είχε αποφασίσει να αντισταθεί αλλά κατέρρευσε αμέσως. Δεδομένου δε ότι η αμυντική μας προσπάθεια είχε επικεντρωθεί στα βουλγαρικά σύνορα, οι υπερασπιστές των οχυρών μας βρέθηκαν υπερφαλαγγισμένοι από τους Γερμανούς που εισέβαλαν, χωρίς ουσιαστικά να βρουν αντίσταση, από τα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Όμως οι ήρωες των οχυρών συνέχισαν να πολεμούν παρά το γεγονός ότι είχαν υπερφαλαγγισθεί. Ο Γερμανός στρατηγός ΧΑΣΕ έγραψε σχετικά : «Και ένας μόνο Έλληνας στρατιώτης αν έμενε στα οχυρά της Ανατολικής Μακεδονίας, μας πυροβολούσε μέχρι που έπεφτε».

Λυπάμαι που δεν κράτησα μία φωτογραφία από τα Γερμανικά αρχεία που είχε δημοσιευθεί σε ελληνική εφημερίδα. Έδειχνε γερμανικό τιμητικό απόσπασμα να παρουσιάζει όπλα στους επιζήσαντες, μπαρουτοκαπνισμένους υπερασπιστές των οχυρών. Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε τόσο εντυπωσιαστεί από την ηρωική άμυνα των υπερασπιστών των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας που δήλωσε στη γερμανική βουλή : « Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να πω την αλήθεια : Ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με αυτοθυσία και ύψιστο ηρωισμό. Ο νικηφόρος στρατός του Αλβανικού μετώπου αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί. Η σύμπτυξη έγινε με τάξη. Απλώς οι ηρωικοί φαντάροι μας γύρισαν στα σπίτια τους με το παράπονο ότι, ενώ κατατρόπωσαν τον εισβολέα, εκείνος τώρα πατάει ανενόχλητος το ιερό έδαφος της πατρίδας. Την εικόνα αυτή παρουσιάζουν τα συνταρακτικά τραγούδια τών Γιώργου Κατσαρού - Πυθαγόρα με την ανεπανάληπτη ερμηνεία της Μαρινέλας :

«Ματωμένοι οι φαντάροι απ’το μέτωπο γυρνούν

και της νίκης το κλωνάρι με παράπονο μαδούν.

Τόσο αίμα μονομιάς πώς το ρούφηξε η γης

το φαρμάκι της σκλαβιάς ρωμιοσύνη πώς θα πιεις»

«Πώς να το γράψουν τα χαρτιά πώς να το πουν κουβέντες,

οι ήρωες μεσ’τη σκλαβιά και οι ληστές αφέντες.»

Αλλά

«Μάνα μου κρύψε το σπαθί, κρύψε μου το πιστόλι

για θ’άρθει η ώρα κι’η στιγμή να σηκωθούμε όλοι.

Κράτα μάνα και θα γίνει το μεγάλο πήδημα

Λευτεριά και Ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα.»

Οι τελευταίοι στίχοι απηχούν την ελπίδα για το ξεκίνημα της αντίστασης, που όλοι με λαχτάρα περιμέναμε. Ένα ηχηρό σάλπισμα για ξεσηκωμό έδωσε ο Άγγελος Σικελιανός στη κηδεία του Παλαμά :

«Ηχείστε σάλπιγγες

Οι βροντερές καμπάνες

Τραντάχτε αυτή τη χώρα πέρα ως πέρα

Βογκείστε τύμπανα πολέμου

Οι σημαίες οι φοβερές της λευτεριάς

Ξεσηκωθείτε στον αέρα

 

Η χώρα μας βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή : Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη). Στη Θεσσαλία είχαμε τους Ιταλούς. Μόλις σχηματίστηκε η πρώτη Κατοχική Κυβέρνηση, άνοιξαν τα σχολεία στις αρχές Μαΐου 1941. Κατά συνέπεια βρέθηκα πάλι στο Βόλο να βλέπω με θλίψη και οργή να κυκλοφορούν Ιταλοί στους δρόμους. Πιο μισητοί μου ήταν κάτι καραμπινιέροι με τα περίεργα καπέλα τους. Στο φοβερό 2ο Γυμνάσιο τα μαθήματα ξανάρχισαν εντατικότατα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ωστόσο, με μερικούς φίλους, δεν σταματούσαμε να τραγουδάμε στα διαλείμματα το «κορόιδο Μουσολίνι». Μας κάλεσε ο Γυμνασιάρχης και μας είπε : «Καταλαβαίνω τα πατριωτικά σας αισθήματα. Φυλάξτε τα για αργότερα όταν θ’άρθει η ώρα. Τώρα πρέπει να μάθετε γράμματα. Αν συνεχίσετε έτσι, οι Ιταλοί θα μας κλείσουν το σχολείο.» Υπακούσαμε στο Γυμνασιάρχη μας τον οποίο εκτιμούσαμε πολύ και το ρίξαμε στο διάβασμα για να ξεχάσουμε την θλίψη μας. Τα μαθήματα συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή το καλοκαίρι και το Δεκέμβριο έγιναν οι προαγωγικές εξετάσεις. Μετά τις γιορτές, άρχισε η καινούργια τάξη, όμως βρέθηκα στο Γυμνάσιο Καρδίτσας. Οι επισιτιστικές δυσκολίες που άρχισαν να εμφανίζονται έντονα εκείνο το χειμώνα 1941-42, με ανάγκασαν να παραμείνω πιο κοντά στη Καστανιά. Η Καρδίτσα ήταν γεμάτη Ιταλούς. Η παρουσία τους εκνεύριζε τους πάντες. Ιδιαίτερα εκνεύριζαν κάτι καλοσιδερωμένοι αξιωματικοί που περνούσαν με καμάρι και φλέρταραν τις κοπέλες. Ακόμα περισσότερο ενοχλητικοί ήταν οι μελανοχίτωνες που δεν σταματούσαν να τραγουδούν τα φασιστικά τους τραγούδια. Είμαστε πλέον στο 1942 και η ανυπομονησία για αντίσταση μεγάλωνε . Στο τέλος του 1942 πρωτοεμφανίστηκαν αντάρτες στα Άγραφα. Στις αρχές Μαρτίου 1943, άρχισε η νεολαία ν’ανεβαίνει μαζικότερα στο βουνό. Από τους πρώτους ο μεγάλος αδερφός μου Γιώργος. Ήταν τότε μόλις 20 ετών. Λίγο αργότερα πήρε το πρώτο βάπτισμα του πυρός όταν οι Ιταλοί, ενοχλημένοι από την παρουσία των ανταρτών, επιχείρησαν να ανέβουν στα βουνά. Βρήκαν αντίσταση στο Βουνέσι, το χωριό του Πλαστήρα, όπου υπέστησαν σοβαρές απώλειες και, ως αντίποινα, έκαψαν πολλά χωριά γύρω από το υψίπεδο της Νεβρόπολης το οποίο ήταν προσβάσιμο με μηχανοκίνητα μέσα. Το υψίπεδο αυτό έχει σκεπαστεί τώρα από τα νερά της Λίμνης Πλαστήρα μετά την κατασκευή του φράγματος στη θέση Κακαβάκια. Το κάψιμό των χωριών εξόργισε πιο πολύ τη νεολαία και η προσέλευση νέων εθελοντών στο αντάρτικο ήταν πλέον αθρόα. Το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε και ολόκληρη η Ιταλική δύναμη της Θεσσαλίας, μεραρχία ΠΙΝΕΡΌΛΟ και Σύνταγμα Ιππικού της Αόστης, η οποία ήταν εγκατεστημένη στη Λάρισα, Βόλο και στα Τρίκαλα, προσχώρησε στους αντάρτες με τη μεσολάβηση και της συμμαχικής αποστολής.

Οι Γερμανοί, μένεα πνέοντες κατά των πρώην συμμάχων τους Ιταλών, επιχείρησαν προς το τέλος του 1943 μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση στην περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων. Σκοπός της επιχείρησης ήταν να τιμωρήσουν τους Ιταλούς και να χτυπήσουν τους αντάρτες. Οι χιλιάδες των Ιταλών βρέθηκαν αντιμέτωποι, εκτός της μανίας των Γερμανών και του σκληρού αγραφιώτικου χειμώνα, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο περισσότεροι από χίλιους.

Η περίθαλψη και διάσωση των υπολοίπων από τον τοπικό πληθυσμό δείχνει το μεγαλείο της φυλής μας. Οι απλοί άνθρωποι των ορεινών χωριών ξέχασαν από τη μία μέρα στην άλλη ότι οι Ιταλοί αυτοί ήταν οι ίδιοι μισητοί εχθροί που εισέβαλαν στη χώρα μας, ταπείνωσαν, βασάνισαν, σκότωσαν πατριώτες και έκαψαν τα χωριά μας.

 

Άγγελος Ζαχαρόπουλος

Επίτιμος Διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής – τ. Γενικός Διευθυντής Υπ. Γεωργίας