(παρουσίαση στις 13 Αυγούστου 2019 στην πλατεία της κοινότητας)
Σεβασμιώτατε, αιδεσιμότατοι, κύριε πρόεδρε, αγαπητοί φίλοι,
Είναι πρώτη φορά που κάνω παρουσίαση βιβλίου σε άγνωστο κοινό, σε ένα μέρος κάπως μακριά από την πατρίδα μου, τη Λάρισα. Ο ορεινός αυτός τόπος όμως δεν μου είναι άγνωστος. Το 1980, το 1984 και το 1985, βρέθηκα στα Άγραφα, στα πλαίσια καταγραφών ναών και κειμηλίων πάνω σε ένα πρόγραμμα της τότε 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας, η οποία έλεγχε έξι νομούς, μεταξύ αυτών και την Καρδίτσα και την Ευρυτανία. Και τις δύο περιοχές θαύμασα, τόσο για τα μοναδικά φυσικά τοπία, όσο και για τα μοναδικά μνημεία τους, σχεδόν όλα από τον 17ο αιώνα και εξής.
Δεν περίμενα ποτέ ότι θα εύρισκα σε τόσο απλησίαστα μέρη, σε «ερημίες και οπές της γης» τέτοια καταπληκτικά σύνολα, στολισμένα μέσα με άφταστη τέχνη της ξυλογλυπτικής και έξω την τέχνη της πελεκητής πέτρας. Δείγμα ότι αυτός ο κόσμος που ζούσε εδώ ήθελαν να δώσουν ποιότητα στη δημόσια ζωή τους κι ας ήταν φτωχοί στο σπίτι τους.
Ήταν εποχές που οι άνθρωποι έδιναν με ζέση το περίσσευμα του μόχθου της υπέρ του συνόλου, υπέρ της Εκκλησίας, γιατί όλοι εύρισκαν το νόημα στη ζωή τους, που ίσως σήμερα μέσα στον αγώνα του το σύγχρονο άτομο, δεν μπορεί να συλλάβει εύκολα.
Γι’αυτόν τον λόγο δέχθηκα να ομιλήσω, αν και δεν ήλθα ποτέ την Καστανιά, αν και δεν είχα την τιμή να γνωρίσω τη συγγραφέα του παρόντος πονήματος κ. Αθηνά Ζαχαρού. Με την οποία όμως, όπως είδα, αποφοιτήσαμε την ίδια Φιλοσοφική σχολή, στο ΑΠΘ, το ίδιο τμήμα, το Αρχαιολογικό. Ίσως τότε εκείνη φεύγοντας, εγώ ερχόμενος, συναντηθήκαμε στο τότε νεότευκτο κτήριο της Φιλοσοφικής, στο Αρχαιολογικό Σπουδαστήριο, στο 301.
Είναι κατανοητό, ότι τέτοιες μέρες που σφύζει η ελληνική επαρχία, τα χωριά, ιδίως τα ορεινά, που συγκεντρώνουν όλους τους επήλυδες, σκορπισμένους στα τέσσερα σημεία της Ελλάδας, όπως μαζεύονται πολλά ζωϊκά είδη στην κοιτίδα τους, ζουν την επιστροφή για μια νέα συνάντηση παλαιών συγγενών, αδελφικών φίλων, συγχωριανών. Μία από αυτούς πουν ζουν μακριά πλέον είναι και συγγραφέας κ. Ζαχαρού, η οποία δημιουργώντας τη δική της οικογένεια, επέλεξε τη μακρινή Χίο ως μόνιμη διαμονή, νέα πατρίδα. Όπου όπως είδα στο ίντερνετ είναι αξιαγάπητη.
Πατρίδα όμως είναι καρδιά του κάθε ανθρώπου, και η καρδιά ενός ξενιτεμένου, είναι φυτρωμένη στον τόπο που είδε το φως, αισθάνθηκε τα πρώτα σκιρτήματα, αγάπησε φύση, όντα, και ανθρώπους. Από εκεί και πέρα απλώς χωρίζεται από μια απόσταση μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία, στη σημερινή εποχή αυτό καλύπτεται πολύ εύκολα με την τεχνολογία. Κανείς δεν φεύγει ποτέ από τον τόπο που γεννήθηκε, αγάπησε, συνειδητοποιήθηκε. Απλώς επιστρέφει και ανανεώνεται.
Η κ. Ζαχαρού έλαβε τον ανώτερο ακαδημαϊκό τίτλο, του διδάκτορα με θέμα την αρχαία ελληνική τέχνη, ενώ παρέμεινε στην Εκπαίδευση, μέχρι διευθύντρια στο Λύκειο Χίου. Προϊόν των κόπων της είναι μία σειρά μελετών πάνω στη διαχρονική Ιστορία της Χίου, αξιοθαύμαστη θα έλεγα, από τον Όμηρο, τον οποίο οι αρχαίοι Χίοι ήθελαν δικό τους άνθρωπο, έως νεώτερο αρχειακό υλικό, όπως την πολύ γνωστή Δημόσια Βιβλιοθήκη «Κοραής», όπου άφησε τη βιβλιοθήκη του ο μεγάλος διδάσκαλος του Γένους μας, κι αυτός ξενιτεμένος.
Λένε ότι οι πιο πατριώτες είναι αυτοί που ξενιτεύονται, διότι νιώθουν τι είχαν και έχασαν. Νομίζω ότι η μελέτη, καθόλα επιστημονική της κ. Ζαχαρού, κι ας μην είναι ειδική στη μεταβυζαντινή τέχνη, δεν είναι παρά ένα χαμόγελο στην πατρίδα της, στον τόπο που έμαθε τη μητρική γλώσσα, με τις τόσα μοναδικά νοήματα, αυτά, δηλαδή οι λέξεις νοήματα, που καθοδηγούν τη ζωή του ανθρώπου και τον κάνουν δημιουργικό, φιλικό. Η επιλογή του ξύλινου τέμπλου ως θέμα, δεν είναι τυχαία.
Ένα τέμπλο είναι ένα πλήρες εικονογραφικό πρόγραμμα όσο κι ένας τοιχογραφημένος ναός, με δεκάδες, εκατοντάδες σκηνές και μορφές αγγέλων προφητών, αποστόλων, αγίων, όλα αυτά μέσα σε μία βλαστική έκρηξη. Θα έλεγα αντιπροσωπεύει μία γυναικεία ευαίσθητη ματιά στη φύση της Καστανιάς. Υποθέτω ότι αυτό που την έκανε να επιλέξει αυτό το θέμα είναι οι συλλογικές μνήμες τις κοινότητας, τα παιδικά βιώματα, όπως τα καταγράφει η ίδια στην αρχή: Θυμάται πως ο κόσμος προσέτρεχε στον ναό για να δοξάσει, να ευχαριστήσει, να παρακαλέσει τον Θεό για διάφορες ανάγκες, να επικοινωνήσει με τους φίλους και συγγενείς, να γνωρίσει τον μικρό και ταυτόχρονα μεγάλο κόσμο, του φυσικού και του επέκεινα.
Πρέπει να πω ότι όταν ο φίλος συνάδελφος Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης, επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων, μου περιέγραψε την εκλεκτή και τιμώμενη σήμερα συνάδελφο, γι’ αυτή και το παρόν βιβλίο της «Το Ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο της Γεννήσεως Θεοτόκου στην Καστανιά», είχα μια διαίσθηση ότι ακριβώς αυτό το βιβλίο, επειδή σημειώνει μία επιστροφή όπως είπα, υπαρξιακή, δεν πρέπει να είναι ένα τυποποιημένο βιβλίο, προορισμένο για λίγους ειδικούς. Δεν προήλθε από επαγγελματική ανάγκη, από έναν λογικό στόχο, ένα προσωπικό στοίχημα, καθόλα θεμιτό. Άρα, υπέθεσα, θα ήταν, ένα ανιδιοτελές προϊόν αγάπης για τον τόπο, όπως και εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας που το δημοσίευσε. Ανήκει στην κατηγορία που λέγεται «Συναισθηματική ιστοριογραφία». Δεν είναι δύσκολο, μπορεί να ασχοληθεί ένας επιστήμονας. Όταν κάποιος έχει μέθοδο και κριτήρια, έχει σπουδάσει τέχνη, και η τέχνη είναι μία, μπορεί να ασχοληθεί με ότιδήποτε, αλλά όχι όπως λέμε «με ό,τι κι ό,τι», τι στιγμή που έχει μπροστά του την γη που είδε το φως. Επιβεβαιώθηκα ότι θα έβρισκα μία πλήρη μελέτη, με εκτενή βιβλιογραφία για τα τέμπλα και την τέχνη στη μεταβυζαντινή Θεσσσαλία, ένα κείμενο απόλυτα επιστημονικό και ταυτόχρονα κατατοπιστικό, για να μπορούν να το διαβάσουν όλοι, και επιστήμονες στους οποίους θα μείνει βοήθημα στη δουλειά τους, αλλά και ο μη ειδικευμένος κόσμος, εφόσον από την αρχή κατατίθενται όλα τα βοηθήματα για να καταλάβει κανείς περί τινος πρόκειται.
Πρέπει να πω εξαρχής ότι στη σχολή μας, το Αρχαιολογικό τμήμα, μαθαίνουμε πρώτα να περιγράφουμε συστηματικά ό,τι βλέπουμε, να δίνουμε πλήρη στοιχεία. Αυτό είναι το ήμισυ του παντός. Μετά προσπαθούμε να βλέπουμε ό,τι δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, τι κρύβεται πίσω από το έργο της τέχνης, αυτό που δεν καταλαβαίνουν όσοι δεν είναι ειδικοί.
Η συγγραφέας παραθέτει σύντομα την ιστορία της κοινότητας με τις επιπτώσεις στον αρχικό ναό και το τέμπλο που κατέληξε να βρίσκεται σε ναό κτισμένο το 1956. Πρόβλεψε να παραθέσει έναν χρονολογικό πίνακα γεγονότων που σχετίζονται με το τέμπλο, όπου φαίνεται η ιστορία του στην κοινότητα, μια και μετακινήθηκε λόγω καταστροφής του ναού που εκεί που ήταν αρχικά. Κι επίσης παρέθεσε πλήρες Γλωσσάριο για την ειδική ορολογία, η οποία στα τέμπλα είναι ασυνήθιστη, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ακόμη από την αρχή παρατίθεται ένα απλό και πολύ όμορφο σχέδιο (με το χέρι), τέτοιο που να δίνει μία αφηρημένη αίσθηση του πραγματικού τέμπλου, όχι απλές γραμμές του χάρακα, αλλά με υποτυπώδη αναπαράσταση (της κ. Γεωργίας Λουκά Μίτση).
Ακολουθεί μία πολύ αναλυτική και κατατοπιστική περιγραφή κατά τμήματα, με τρόπο που ο αναγνώστης να επιβάλλεται στο χάος αυτού του φυτικού δάσους που περικλείει πάντα ένα τέμπλο, το τεράστιο, με 12,5 μέτρα μήκος και 5 ύψος (60 τετραγωνικά μέτρα!). Έχει τρεις ζώνες, όπως ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος στην ελληνική τέχνη: 1. το κάτω από τις εικόνες πάνω από τη βάση και τα θωράκια, 2. τις μεγάλες εικόνες, που λέγονται δεσποτικές, και 3. το ανώτερο που είναι το επιστήλιο με τη Μεγάλη Δέηση με 27 εικόνες και τον Εσταυρωμένο με τα λυπηρά.
Από τις πρώτες παρατηρήσεις είναι οι χρωματικές κλίμακες. Υπάρχουν δύο τόνοι: όλο το τέμπλο είναι με βερνίκι σκούρο φαιό/καφέ, εκτός από την Ωραία Πύλη τα βημόθυρα και πάνω τον Εσταυρωμένο με τα λυπηρά που είναι χρυσωμένα. Υπάρχει λόγος. Αφού προηγείται ένας συνοπτικός πίνακας της καθ’ ύψος διαίρεσης των ζωνών του τέμπλου, ακολουθεί η αναλυτική παρουσίαση συστηματικά ώστε να μη χάνεται το μάτι, με παράθεση λεπτομερειών εικόνων, γίνεται αναλυτική περιγραφή των κάθετων στοιχείων (στύλοι, Ωραία Πύλη, πλάγιες θύρες), και μετά όσων είναι σε οριζόντια διάταξη, εικόνων, διαστήλων, μέχρι να φτάσει το μάτι στην κορυφή.
Μέτρησα μαζί με τον δεσποτικό θρόνο που είναι ενιαίο σύνολο, κάπου 250 εικόνες, άλλες ειλημμένες από πολύ κοντά (γκρο πλαν) άλλες από πιο μακριά), έτσι ώστε ο αναγνώστης να βλέπει μπροστά του όλα, και να μπορεί να συγκρίνει. Δεν αφήνεται τίποτα που να μείνει κενό, χωρίς οπτική τεκμηρίωση. Βλέπει και λεπτομέρειες, την τέχνη του γλύπτη του ξύλου, αλλά και επί μέρους σύνολα. Στο τέλος του βιβλίου βέβαια αφού έχει δει τα πάντα, υπάρχει ένα μεγάλο πλήρες ανάπτυγμα του τέμπλου.
Οι εικόνες περιγράφονται αδρομερώς, σε ό,τι φαίνεται, αλλά στην ουσία είναι έργο άλλου καλλιτέχνη, απαιτείται διαφορετική και σύνθετη εργασία, γνώση τεχνοτροπίας. Οπότε πρέπει να γραφεί ένας δεύτερος τόμος. Περιγράφονται όμως όλες οι δεσποτικές και οι υπόλοιπες εικόνες, όπως και όσες είναι στο ανάγλυφο του ξύλου, π.χ. στα θωράκια της βάσεως που είναι μία άλλη ιστορία, από την Παλαιά Διαθήκη, Πρωτόπλαστοι, Αβραάμ. Στο τέλος υπάρχει ένας συνοπτικός πίνακας των μικρών παραστάσεων των διαστήλων, αφού με κόκκινο χρώμα ξεχωρίζουν οι μεγάλες εικόνες.
Ένα ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται για την τεχνική και τεχνοτροπία του τέμπλου, που εντάσσεται στο νεοελληνικό μπαρόκ του 18ου-19ου αιώνα, ένα βαρυφορτωμένο έργο, αλλά όχι μονολιθικό, που πάλλεται από ζωή, και έχει τρίτη διάσταση, με διάτρητα μέρη, συνθετικότητα και περίτεχνο σκάλισμα για να εντυπωσιάζει από μεγαλοπρέπεια. Το επόμενο κεφάλαιο (Ε) αφιερωμένο στον διάκοσμο και ατελείωτα φυτικά κοσμήματα σε όλα τα μέρη του τέμπλου, με σειρά και συστηματικά, παραθέτοντας δίπλα πλήθος φωτογραφιών που πραγματικά κλέβουν την παράσταση.
Σε βιβλίο με τέτοιο θέμα, αυτό περιμένει να δει ο αναγνώστης, το περίτεχνο του ξύλου, τους ατέλειωτους συνδυασμούς, φυτά, ανθοδοχεία, δισκάρια, αχιβάδες, πτηνά, ζώα, δράκοντες, μυθολογικά όντα, προσωπεία, αγγέλους, ιερές μορφές, αφηγηματικές σκηνές. Δεν παραλείπεται μία περιγραφή στον δεσποτικό θρόνο. Και ένα τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην προέλευση του έργου, τους τεχνίτες, οι ταλιαδώροι-ξυλογλύπτες, που ήταν ένας ειδικός κόσμος, όπως ήταν οι ζωγράφοι που κυκλοφορούσαν με συνεργεία στην Βαλκανική και Μικρά Ασία. Εδώ το συνεργείο προέρχεται από τη Στυλίδα στα τέλη του 18ου αι., αλλά και τα τμήματα του τέμπλου που συνενώθηκαν.
Με αυτό τον απλό και απόλυτα κατανοητό τρόπο, όπως έχει αναπτυγμένη τεχνική ένας εκπαιδευτικός, αναδεικνύεται η αισθητική του συνόλου, δηλαδή το οργανωμένο σύνολο ιδεών που ήθελε να παρουσιάσει ο καλλιτέχνης.
Ο θεατής, ο Πιστός, όταν σταθεί εμπρός στο σκούρο τέμπλο νιώθει με τη μία να προχωρά στο πιο ανοικτό χρώμα των βημόθυρων προς τα έσω του Ιερού βήματος, όπου αναμένει να ακούσει το ιερέα και ταυτόχρονα προς τα άνω, όπου δεσπόζει ο Σταυρός, ως κυρίαρχος του κόσμου. Αυτομάτως ο απλός λαός μαθαίνει το πρώτο βασικό μάθημα, ότι έχει ανάγκη τον κυρίαρχο του Σύμπαντος, τη στιγμή που αν και είναι εσταυρωμένος, νίκησε τον θάνατο. Κι ότι θα νικήσει κι αυτός με τη βοήθεια του Θεού.
Όλα τα ανωτέρω περιγράφονται με απολύτως επιστημονικό τρόπο, ώστε να διευκολύνεται ο ειδικός, πράγμα που είναι σημαντικό μέρος της επιτυχίας του βιβλίου. Τυπωμένο σε 1000 αντίτυπα πρέπει να διαβάζεται και από τους κατοίκους που το ζουν είναι δικό τους, αλλά και όσους δεν θα το δουν εύκολα από κοντά. Θα πρέπει να σταλεί σε βιβλιοθήκες. [Φαντάζομαι να το στείλει ο Δήμος σε βιβλιοθήκες ιδίως Φιλοσοφικών σχολών και αρχαιολογικών υπηρεσιών.]
Πρέπει να γίνονται τέτοιες προσπάθειες που προέρχονται από την κοινωνία και όχι μόνον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ώστε και να τονώνεται το ηθικό των κατοίκων και όσων κατάγονται από μία περιοχή έχοντας συναισθηματική σχέση με τα μνημεία και έργα τέχνης του τόπου τους, αλλά και να μένει ταυτόχρονα για τις επόμενες γενιές, ως επιστημονική κατάκτηση του σήμερα.
Το βιβλίο της κ. Ζαχαρού είναι άλλο ένα επίτευγμα από αυτά που κερδίζονται από έναν σοβαρό εθελοντισμό, μία ξεκάθαρη πράξη, η οποία ορίζει στην εποχή μας τα όρια του ανιδιοτελούς πατριωτισμού που γίνεται ελεύθερη ‘έκφραση’ και όχι ‘επέκταση’ εις βάρος άλλων, στείρα επίδειξη γνώσεων, ιδιορρυθμία, αλλά έργο ανθρώπου που ανοίγεται στον κόσμο και έχει την δύναμη της επιστροφής στην μητέρα γη. Με τέτοιες δουλειές γίνεται αντιληπτό ότι αυτοί που προηγούνται δίνουν χέρι βοηθείας να τραβήξουν εμπρός και άλλους που ακολουθούν.
Σε γενικές γραμμές είναι η τέλεια απάντηση σε μερικούς τάχα διανοούμενους της εποχής μας, οι οποίοι ίσως προσπαθώντας να αποκρούσουν μία υπερβολή, ενίοτε και καπηλεία ορισμένων, πάνω στο ελληνικό παρελθόν, έφτασαν στην άρνησή του.
Τι άλλο να πω. Να καμαρώνετε που έχετε τέτοια δημιουργικά και φιλότιμα παιδιά στον τόπο σας, και να φροντίζουν οι νεώτεροι να ομοιάσουν τέτοια πρότυπα.
Στην κ. Ζαχαρού εύχομαι καλή συνέχεια και εις ανώτερα.