Δημοσίευση: 08 Οκτ 2016 16:03
Από τον Άγγελο Ζαχαρόπουλο*
Ο χειμώνας στα Αγραφιώτικα χωριά είναι άγριος, τουλάχιστον όπως τον έζησα στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, πριν από τον πόλεμο του 1940 στην Καστανιά.
Πολλές φορές κρατούσε μήνες και το χιόνι έφτανε σε ύψος μέχρι 2 μέτρα. Λαχταρούσαμε να δούμε μαύρο χώμα, Όταν όμως ερχόταν η άνοιξη, ήταν μεγάλη γιορτή. Στην Αθήνα το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη δε γίνεται καν αντιληπτό. Εκεί, η άνοιξη εισέβαλλε θριαμβευτικά. Τα οικόσιτα ζώα, κλεισμένα μέσα επί μήνες, όταν έβγαιναν έτρεχαν, έπαιζαν, χοροπηδούσαν. Ήταν αστείο να βλέπεις αγελάδες να χοροπηδούν δίπλα στα κατσικάκια. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι Καστανιώτες, εύρισκαν κάποια διέξοδο και θαλπωρή στο μαγαζί του πατέρα μου.
Σκωπτικοί εκ χαρακτήρος, σχολίαζαν με καυστική σάτιρα τους πάντες και τα πάντα.
Είχαν για κάθε συγχωριανό κάποιο «παρατσούκλι» ή ένα έμμετρο σχόλιο που ταίριαζαν τέλεια στην εμφάνιση, στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά του σχολιαζόμενου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα :
«Να κι’ο Χρήστο – Κανναβός
Πουχ’ τα μ’στάκια σα λαγός
Και περπατάει σαν παλαβός.»
Όμως υπήρχαν και στιγμές στοχασμού με αφηγήσεις που περιείχαν έντονο συναίσθημα. Μικρός μαθητής παρακολουθούσα τις συζητήσεις τους με μεγάλο ενδιαφέρον.
Μια φράση που είχα ακούσει πολλές φορές με είχε εντυπωσιάσει : «Αχ, πού είναι εκείνα τα μπιρικέτια»; Ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν αυτή η φράση υπέκρυπτε ένα έντονο παράπονο και μία αβάσταχτη νοσταλγία. Περιέργως, τα αισθήματα αυτά μεταβιβάζονταν ενστικτωδώς και σε μένα. Αυτός είναι ο λόγος που θυμάμαι τη φράση αυτή ύστερα από τόσες δεκαετίες. Δεν είχα καταλάβει στην αρχή την σημασία της. Ρώτησα όμως και έμαθα ότι μπιρικέτι, λέξη μάλλον τούρκικη, σημαίνει σοδειά. Παρέμεινε όμως το ερώτημα γιατί η σοδειά ήταν τόσο πλούσια παλαιότερα, ώστε να τη νοσταλγούν και τώρα δεν ήταν. Την απάντηση στο ερώτημα τη βρήκα όταν σπούδαζα γεωπονία.
Οι Καστανιώτες, όπως υποθέτω και οι άλλοι Αγραφιώτες, ζούσαν τότε σε μια, κατά το μάλλον, κλειστή οικονομία. Προσπαθούσαν λοιπόν να εξασφαλίσουν το «ψωμί της χρονιάς», όπως έλεγαν. Να παράγουν δηλαδή οι ίδιοι την αναγκαία, για την οικογένειά τους, ποσότητα σιταριού και καλαμποκιού για ολόκληρο το χρόνο. Όσοι το πετύχαιναν, εθεωρούντο μεγάλοι νοικοκυραίοι και απολάμβαναν τον θαυμασμό και την εκτίμηση των υπολοίπων. Όχι βέβαια όλων διότι υπήρχαν και εκείνοι που εξέφραζαν φθόνο και κακία. Οι περισσότεροι κατόρθωναν να εξασφαλίσουν μόνο κάποιο ποσοστό του «ψωμιού της χρονιάς». Το έλλειμμα θα έπρεπε να καλυφθεί με αγορά. Πόσοι όμως είχαν εισόδημα σε χρήμα; Μόνο ο δάσκαλος του χωριού και ενδεχομένως, κάποιοι δασικοί υπάλληλοι.
Υπήρχαν βέβαια και οι «τυχεροί» που είχαν αρπάξει κάποια σφαίρα στους πολέμους του 1912- 1913 και 1919 – 1922, χωρίς ν’ αφήσουν τα κόκκαλά τους σε ξένη γη. Η σφαίρα αυτή τους εξασφάλιζε κάποια σύνταξη αναπηρίας. Όσοι δεν είχαν ένα σταθερό εισόδημα σε χρήμα, προσπαθούσαν να το αποκτήσουν με διάφορους τρόπους. Υπήρχαν οι αγωγιάτες που μετέφεραν από και προς Καρδίτσα τα εμπορεύματα του πατέρα μου. Το καλοκαίρι μετέφεραν τους πολυάριθμους παραθεριστές, πριν εμφανιστούν τα αυτοκίνητα. Υπήρχαν οι υλοτόμοι, οι κτιστάδες κ.α. Όλοι, όμως, προσπαθούσαν παράλληλα να εξασφαλίσουν, έστω και μερικώς, την αναγκαία ποσότητα σιταριού και καλαμποκιού από τα δικά τους χωράφια. Έτσι, προέβαιναν σε εκχερσώσεις θαμνωδών κυρίως εκτάσεων, εργασία ιδιαίτερα επίπονη. Επειδή οι επίπεδες επιφάνειες σπανίζουν, ήταν αναγκασμένοι να περιορίζονται στις πλαγιές. Τα εδάφη που προέκυπταν από τις εκχερσώσεις είχαν δεχθεί επί αιώνες την πλούσια οργανική ουσία της βλάστησης που τα κάλυπτε. Η αποδόμηση της οργανικής ουσίας πλούτιζε το έδαφος με τα ανόργανα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και απόδοση των καλλιεργούμενων φυτών. Έτσι, τα πρώτα χρόνια μετά την εκχέρσωση, η απόδοση των καλλιεργειών, η σοδειά (μπιρικέτι) ήταν ιδιαίτερα πλούσια και οι καλλιεργητές πανηγύριζαν. Η ευτυχία τους όμως δεν κρατούσε επ’αόριστον, επειδή παρενέβαινε η διάβρωση του εδάφους, η οποία ήταν έντονη: αφενός διότι είχε φύγει η βλάστηση που την συγκρατούσε, αφετέρου γιατί την ευνοούσε η κλίση του εδάφους. Είχαμε λοιπόν μία προϊούσα απόπλυση του εδάφους από τα γόνιμα στοιχεία με αντίστοιχη φθίνουσα απόδοση των καλλιεργειών. Επειδή δε ήταν μόνιμη η ανάγκη εξασφάλισης του ψωμιού της χρονιάς, οι καλλιεργητές έψαχναν αλλού εκτάσεις για εκχέρσωση. Η τάση αυτή είχε γίνει έντονη στα πρώτα χρόνια της κατοχής διότι, τότε, είχε καταστεί σχεδόν αδύνατη η αγορά σιταριού και καλαμποκιού.
Προσπάθησα να παρουσιάσω μίαν όψη της προπολεμικής ζωής στην Καστανιά η οποία έχει οριστικά εκλείψει. Το χωριό δεν λειτουργεί πλέον ως οικονομική και κοινωνική μονάδα. Τα χωράφια και τ’αμπέλια έχουν, εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλειφθεί, ακόμη και οι εύφοροι αρδευόμενοι κήποι στις παρυφές του χωριού.
Πρόσφατα επιχείρησα με τη μικρότερη αδερφή μου Αλίκη να επισκεφθούμε τον κήπο μας κοντά στη «κάτω βρύση». Στάθηκε αδύνατον να τον πλησιάσουμε. Ο δρόμος έχει αποκλεισθεί από μία οργιώδη βλάστηση. Η φύση έχει πάρει την εκδίκησή της με βάση την αρχή του Αριστοτέλη ότι «απεχθάνεται το κενό». Το ίδιο είχε συμβεί όταν είχαμε επιχειρήσει να επισκεφθούμε το αμπέλι μας στην περιοχή «Λάκες.» Ήταν το αγαπημένο μας, ο χαμένος παράδεισος των παιδικών μας χρόνων. Πηγαίναμε εκεί τρέχοντας για να απολαύσουμε τα «αντιλοίσια». Ήταν τα σταφύλια επιτραπέζιων ποικιλιών (μοσχάτο, ροζακί, ροδίτης) που υπήρχαν σε μια γωνιά του αμπελιού, χωριστά από τις συνήθεις ποικιλίες που έδιναν τα κρασοστάφυλα. Η λέξη «αντιλοίσιο» σημαίνει κάτι ξεχωριστό, ιδιαίτερο. Δεν την συνάντησα σε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Με είχε εντυπωσιάσει και την είχα μεταφέρει στους φοιτητικούς συντρόφους στην Αθήνα και στο Παρίσι, οι οποίοι την είχαν πρόθυμα υιοθετήσει. Τη χρησιμοποιούσαμε συχνά, όχι βέβαια για σταφύλια αλλά για τον προσδιορισμό των κοριτσιών που ξεχώριζαν.
Όταν επισκέπτομαι τα Αγραφιώτικα χωριά, παρατηρώ ότι οι γύρω δασωμένες πλαγιές παρουσιάζουν «μπαλώματα». Πρόκειται για τα χωράφια που είχαν προέλθει από εκχερσώσεις και που καλύπτονται τώρα πάλι από τη βλάστηση η οποία επανήλθε θριαμβευτικά για να κερδίσει αυτό που είχε χάσει. Διακρίνονται λόγω του διαφορετικού χρώματος.
Μου θυμίζουν τον αγώνα που έκαναν οι προηγούμενες γενιές ώστε να εξασφαλίσουν «το ψωμί της χρονιάς». Αναλογίζομαι τη χαρά που δοκίμαζαν από τις πλούσιες σοδειές των χωραφιών τα πρώτα χρόνια μετά την εκχέρσωση. Αλλά και το παράπονο για τη δραματική μείωση της απόδοσης αυτών των χωραφιών, όταν η διάβρωση τα είχε ρημάξει. Παράπονο που συνοδεύονταν από τη νοσταλγία των πλούσιων ημερών και εκφράζονταν με τη φράση: «Αχ, πού είναι εκείνα τα μπιρικέτια !»
Η ερήμωση των Αγραφιώτικων χωριών είναι πλέον γεγονός εδώ και πολλά χρόνια. Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα τα περισσότερα, με τους ελάχιστους ηλικιωμένους που απέμειναν περιμένοντας μέσα στη μοναξιά τους το θάνατο. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο του αποδεκατισμού και της εξαφάνισης των ορεινών αγροτικών κοινοτήτων. Έχει διακοπεί ο φυσικός ρυθμός της ζωής: η διαδοχή των εποχών δε συμβαδίζει πλέον με το ρυθμό της ζωής και του θανάτου, εφόσον τα χαρούμενα συμβάντα – γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσια – δεν υπάρχουν πια ώστε να αντισταθμίζουν τη θλίψη των νεκρώσιμων τελετών.
Περασμένες γενιές γενναίες, στερημένες αλλά ελεύθερες και υπερήφανες. Με δύναμη, με πνεύμα οξύ και φιλοπαίγμονα διάθεση. Αναφέρω τι έγραψαν οι σπουδαίοι περιηγητές Pouqueville και Finley αφού επισκέφτηκαν τα Αγραφιώτικα χωριά στις αρχές του 19ου αιώνα:
- Pouqueville: («Ταξίδι στην Ελλάδα, τόμος 4, βιβλίο 12, κεφ. 7 ): «Ένα πλήθος από χωριά που κατοικούνται από Έλληνες καθαρής ράτσας…ψηλοί, γεμάτοι ενέργεια, αυτή που χαρίζει ο ζωογόνος αέρας των βουνών. Μαζί με το γάλα της μάνας τους θηλάζουν και μία υπερηφάνεια που τους καθιστά ικανούς να αποτρέπουν κάθε απόπειρα επιβολής τυραννίας.
- Finley (Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τόμος Α’ σελ. 43 – μετάφραση Αλίκη Γεωργούλη): «Ο πληθυσμός των Αγράφων είναι καθαρά ελληνικός, χωρίς επιμειξίες… Στα Άγραφα οι Έλληνες έχουν διαμορφώσει χαρακτήρα ελευθέρων ανθρώπων. Τους διακρίνει δε τέτοιο θάρρος και πνεύμα ανεξαρτησίας που δεν συναντάει κανείς στον ίδιο βαθμό στην υπόλοιπη Ελλάδα».
Ο Άγγελος Ζαχαρόπουλος είναι Επίτιμος Διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής * τ. Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας.