Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018
Αγαπητοί Φίλοι
Σήμερα τιμάμε ένα άξιο τέκνο της Καστανιάς, το Βασίλη Μπότση, τον Αγραφιώτη. Ηταν ξεχωριστός άνθρωπος ο Βασίλης, πλασμένος για αρχηγός με έντονο, αν και δεν το προέβαλε, συναίσθημα ευθύνης για τους νέους ανθρώπους που προσέτρεξαν και μπήκαν κάτω από την ηγεσία του και τον ακολούθησαν στην ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών και των διαδόχων τους. Και δεν ήταν μόνο Καστανιώτες, αλλά απόλα τα γύρω χωριά. Νεχωρίτες, Καταφυγιώτες, Ζωγλοπίτες, Σεκλιζιώτες, Καρδιτσιώτες, Μεσενικολίτες, Βουνεσιώτες. Αλλα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Εδώ πιο πέρα γεννήθηκε ο Βασίλης. Πατέρας του ο Γιώργο Μπότσης. Τον πρόλαβα και τον θυμάμαι. Με μια λέξη θα τον χαρακτηρίσω. Τετράγωνος στη σκέψη και στην πράξη. Απ’αυτόν πήρε ο Βασίλης τον κορμό του χαρακτήρα του, αλλά με κάποιες αναλαμπές απ΄τους Ξυδιάδες που τούδωσε η μάνα του. Και όταν, όχι συχνά, έμπαινε στα κέφια και χόρευε το τσάμικο με τον Παπφλέσσα, τον Ιερέα του πέμπτου συγκροτήματος Αγράφων, και χτύπαγε με τα τσαρούχια του τρείς φορές το χώμα, οι Καραγκούνες της Σέκλιζας και του Καλλιφώνι τον κοίταγαν με ανοιχτό το στόμα.
Απο το Δημοτικό Σχολείο ήταν ο αρχηγός. Και η δική μου σειρά που άρχισε όταν αυτός έφυγε για το Γυμνάσιο, αυτόν έφερνε σαν παράδειγμα. Και όταν κάποιος από εμάς τα πιτσιρίκια ξεχώριζε στο πήδημα στις τρείς ή στο τρέξιμο, οι άλλοι λέγαμε: κοίτα το Μήτσιο, σαν του Βασίλ’ Μπότσ’ πλαλάει.
Και στο Γυμνάσιο της Καρδίτσας άφησε εποχή σαν αθλητής. Και όταν εμείς οι δέκα Καστανιώτες πήγαμε το 1934 στο Γυμνάσιο και κάναμε γυμναστική με τον αλησμόνητο Νεχωρίτη Γυμναστή, το Μήτσιο Κασιούρα, εμένα που ήμουν αδύνατος και κακός στη γυμναστική με φώναζε: Ζαχαρόπουλε, απ’ του χουριό τ΄ Βασίλ Μπότσ’ι δεν είσει κι’ εσύ, για σφίξι΄ λιγάκι τα λουριά σ, και παράγγειλε στουν πατέρας να μ’ στείλι καμιά πεντάρα Μαραθιώτκου.
Στρατιώτης γεννήθηκε ο Βασίλης. Πρέπει να είχε Σουλιώτικη καταγωγή η γενιά του. Και, όπως ήταν επόμενο, όταν στρατεύτηκε στο πέμπτο Σύνταγμα Τρικάλων, ο σοφός διοικητής της εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων ταγματάρχης Μανάρας, τον ξεχώρισε και τον έστειλε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Γύρισε δόκιμος ανθυπολοχαγός και ο Μανάρας τον ενέταξε στους εκπαιδευτές. Διέπρεψε ο Βασίλης εκεί. Και όταν συμπληρώθηκε η 24μηνη, τότε, θητεία του, ο Μανάρας εισηγήθηκε την επανακατάταξή του. Και έφεδρο ανθυπολοχαγό τον βρήκε ο πόλεμος τον Οκτώβρη του σαράντα. Το πέμπτο ήταν από τα πρώτα Συντάγματα που έφτασαν στην Ηπειρο και μπήκε στις μάχες ως διμοιρίτης ο Βασίλης. Σκοτώθηκε όμως ο Λοχαγός του, και ο Ταγματάρχης σε αυτόν ανέθεσε τη διοίκηση του Λόχου και την κράτησε ως την υποχώρηση από την Αλβανία. Τους έφερε ως τη Θεσσαλία τους στρατιώτες του και χωρίς απώλειες στο δρόμο έφτασαν στα σπίτια τους.
Όταν με την κατοχή μαζευτήκαμε όλοι οι απόφοιτοι του Γυμνασίου Καστανιώτες στο χωριό, ανήσυχοι αναζητούσαμε τρόπο αντίστασης στην κατοχή. Και φυσικά στο Βασίλη καταφεύγαμε για απαντήσεις. Κι’ αυτός με την έμφυτη στρατιωτική ιδιοσυγκρασία του, που ανδρώθηκε στο 5ο Σύνταγμα και στην Αλβανία, μας συμβούλευε:
-
Μη βιάζεσθε παιδιά. Γρήγορα θα έλθει και για σας το μήνυμα. Και εδώ θα είμαι εγώ.
Είχε από το Γυμνάσιο ο Βασίλης επαφές με τους μυημένους στις αριστερές ιδέες συμμαθητές του, όπως ο Ζήσης Σκάρος, ο καθηγητής του Θεόκριτος Γούλας, ο Γιάννης Καραγιάννης, ο Μητρογώγος και άλλοι. Και αναζητούσε σύνδεση. Τη βρήκε το 1942 και άρχισε, μαζί με τον άλλο ξεχωριστό αλλά ταπεινόφρονα Καστανιώτη, τον Αριστοτέλη Τζιοβάρα, να μας προετοιμάζουν για την αντίσταση, πολεμική και κοινωνική. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, όταν δηλαδή οι πολιτικές οργανώσεις είχαν προωθήσει τις υποδομές που θα στήριζαν το αντάρτικο, ξεκινήσαμε με το Βασίλη αρχηγό του πέμπτου συγκροτήματος Αγράφων, με χώρο ευθύνης από το Καλλιφώνι ως το Βουνέσι και πιο πέρα ως το Φανάρι. Η Σέκλιζα, το Στάλιγκραντ όπως τη λέγαμε, ήταν το κέντρο μας.
Ας κάνω όμως μια παρένθεση για να δείτε και τον Βασίλη σαν φίλο. Το φθινόπωρο του 1942 ήρθε στην Καστανιά ένα μικρό απόσπασμα χωροφυλακής για τη δίωξη της ζωοκλοπής. Υπενωμοτάρχης ο Κατσίφας από ένα χωριό της περιοχής Φουρνά. Χωροφύλακες ο γιγαντόσωμος Δικαίος, ο συνετός Βασιλείου και ένας από την Καλαμάτα. Τότε ψήναμε τα τσίπουρα και ο Βασίλης βάλθηκε να πείσει τον Κατσίφα να πάει στον Αρη. Και στα κέφια που δημιουργούσε το τσίπουρο τον έπεισε τον Κατσίφα και με τους άλλους δύο έφυγαν για τον Αρη. (Ο Καλαματιαννός όχι). Αυτοί όμως, μετά το Γοργοπόταμο όπου διακρίθηκαν για την τόλ,η τους, αποσκίρτησαν από τον ΕΛΑΣ και οδεύοντας προς τον Κωστόπουλο έμειναν αρκετές μέρες στην Καστανιά. Τότε ο Βασίλης ήταν στην αρχή της ανάρρωσής του από τη βαρειά πνευμονία που τον είχε πλήξει. Ο Κατσίφας πήγαινε στο σπίτι του, μιλούσαν και κουτσόπινε ο Κατσίφας. Ημουνα παρών στο εξής περιστατικό: Εβγαλε την κάμα του (δίκοπο μαχαίρι) ο Κατσίφας, την έβαλε στο λαιμό του Βασίλη και του έλεγε.
«Αντε να γίνεις καλά και να σε πάρουμε αρχηγό στους 30 που έχω μαζί μου. Πές το ναι γιατί αλλοιώς θα σε σφάξω»
Και ο Βασίλης απαντούσε:
« Σφάξε με τώρα. Γιατί όταν γίνω καλά θα σε αφοπλίσω και θα σε στείλω στον Αρη»
Και έτσι έγινε. Ο Βασίλης με τον Πάνο Καραγιάννη και το Χρήστο Ξυδιά αφόπλισαν τον Κατσίφα, το Δικαίο και τον Κωστορίζο στο Βουνέσι. Οταν όμως ήρθε το μαντάτο ότι εκτελέστηκαν αυτοί οι τρείς, ο Βασίλης είπε στη μικρή συντροφιά μας: «κρίμα στα παληκάρια» και σκούπισε τα δάκρυά του. Αυτός ήταν: άτεγκτος καπετάνιος και άξιος σταυραδερφός
Το πέμπτο συγκρότημα είχε 4 ομάδες των 15 ανταρτών. Ομαδάρχες ήταν οι Αλβανομάχοι λοχίες Βασίλης Καπνιάς (σκοτώθηκε στον εμφύλιο) Σεραφείμ Ρέππας, Γιάννης Παϊζάνος, Αγις …………. ………. Καπετάνιος ο Γεροδήμος (Χρήστος Βασιλείου) διαφωτιστής ο Σπάρτακος (Μήτσος Μπαντής – σκοτώθηκαν στον εμφύλιο), κομματικός γραμματέας ο Αριστοτέλης (σκοτώθηκε και αυτός στον εμφύλιο). Κάθε ομάδα είχε οπλοπολυβόλο. Θυμάμαι οπλοπολυβολητές τους Καλατζή -Καρατάσσο- από το Φανάρι με γεμιστή το Νασιάκο –Σκουφά- (σκοτώθηκαν και οι δύο στον εμφύλιο), τον Κώστα Φρατζή –Λεπενιώτη- από την Πάρο (σκοτώθηκε το 1944 στη μάχη της σοδιάς, στον Κοσκινά). Είχαμε και ένα ολμάκι που χειρίζονταν ο Αγις.
Η ζωή μας στο Συγκρότημα, παρά τη συνειδητή αλλά σκληρή πειθαρχία και τη σκληρή επίσης και σωστή μαχητική εκπαίδευση από τους λοχίες με την άμεση καθοδήγηση του Βασίλη, ήταν πανηγύρι. Απόλαυση ήταν ο Ιερέας μας (Βασίλης Ντράχας, από το Σιαμπαλί, αν καλά θυμάμαι) που παρά την ηλικία του ήθελε να μετέχει στις ασκήσεις, και στον απαραίτητο χορό μετά τη μάχη (πέθανε και αυτός καταδιωγμένος και βασανισμένος, όπως έχω ακούσει). Η εκπαίδευση μεθοδική, σκληρή, αποδοτική. Υστερα από λίγες βδομάδες το δείξαμε στο Βουνέσι. Εκεί υποδεχθήκαμε οι τρείς ομάδες (η τέταρτη ήταν σε άλλη αποστολή) τα τρία τάγματα Ιταλών. Με την άψογη διοίκηση του Αγραφιώτη πιάσαμε τις σωστές θέσεις, περιμέναμε ως τις λίγες δεκάδες μέτρα τους Ιταλούς, τους προξενήσαμε σημαντικές απώλειες και αποχωρήσαμε με τρείς ελαφρά τραυματίες.
Οι Ιταλοί δεν είχαν διάθεση να ξεπορτίζουν από την Καρδίτσα και εμείς περιοριζόμασταν σε εκπαιδευτικές στην ουσία τους περιπολίες και ενέδρες ως και πέρα από το ανάχωμα. Η ώρα της μάχης ήρθε τον Ιούνιο του 1943. Είχε διεξαχθεί η μεγάλη μάχη στην Πόρτα και περιμέναμε και εμείς ανυπόμονα τη σειρά μας. Ηρθε η διαταγή να πιάσουμε το Βουνέσι και εκεί να αντισταθούμε στους Ιταλούς που ετοίμαζαν εκκαθαριστική κατά των ανταρτών επιχείρηση. Με σύντονη πορεία οι 3 ομάδες (η 4η ήταν σε άλλη αποστολή) από τη Σέκλιζα φτάσαμε στο Βουνέσι όπου βρήκαμε τους εφεδροελασίτες με αρχηγό τον Αλεξανδρή (σκοτώθηκε το 1944 στη Καρδίτσα στην προσπάθειά του να εκπορθήσει το σπίτι του Σταύρου όπου ήταν Γερμανοί αξιωματικοί) , γνωστό του Αγραφιώτη από την Αλβανία. Στην ομάδα που τον σνόδεψε πήρε και εμένα ο Αγραφιώτης. Ο Αλεξανδρής μας οδήγησε ως το Μοναστήρι που είναι κάτω από το Βουνέσι. Ο Αγραφιώτης απέρριψε την ιδέα να αμυνθούμε εκεί. Συμφώνησε και ο Αλεξανδρής, Στη συνέλευση του συγκροτήματος και του εφεδρικού του Βουνεσιού, ο Αγραφιώτης με λίγες σταράτες αλλά πλήρως κατατοπιστικές κουβέντες εξέθεσε το σχέδιο της αναμενόμενης μάχης:
Μια ομάδα με το χότσκις (σκοπευτής ο Καρατάσος γεμιστής ο Σκουφάς) στο αριστερό της παράταξης, στο δρόμο που έβγαζε στη Νεβρόπολη. Μαζί και ο Ακρίτας (Πάνος Καραγιάννης) με το τόμψον του Γκέκα που είχε αφοπλίσει στο Βουνέσι. Η άλλη ομάδα στην οποία ανήκα και εγώ, στο κέντρο πάνω από το χωριό και η Τρίτη στο δεξιό, εκεί που στρίβει ο δρόμος για το Μεσενικόλα. Πολυβολητής ο Λεπενιώτης (Κώστας Φρατζής). Οι εφεδροελασίτες στην κάτω άκρη του χωριού.
Πρωί-πρωί άρχισαν να έρχονται τα λεφούσια των Ιταλών από τρείς κατευθύνσεις: Παλιόκαστρο-Αγ. Γεώργιος- Βουνέσι η μια φάλαγκα, Καπά – Βουνέσι η άλλη και Γράλιστα –Βουνέσι η τρίτη.
Ο Αγραφιώτης, που ήταν κοντά στην πρώτη ομάδα όπου το χότσκις και ο παλαίμαχος Καρατάσος, είχε δώσει εντολή κανείς να μην ανοίξει ντουφέκι πριν ακούσει το δικό του πυροβολισμό. Αφησε λοιπόν τους Ιταλούς να φτάσουν στις λίγες δεκάδες μέτρα από το χότσκις και το τόμψον και έριξε την τουφεκιά του. Το χότσκις και το τόμψον θέρισαν τους πρώτους Ιταλούς εκεί. Αλλά και οι άλλοι που αμέριμνοι προχωρούσαν στο χωριό, δέχθηκαν εύστοχα πυρά. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έπεσαν. Ενας έφιππος όμως αξιωματικός, στριφογύριζε και οργάνωνε την άμυνα με το στήσιμο βαρειών πολυβόλων και Ολμων. Ολοι του ρίξαμε, από μακριά βέβαια, κανείς δεν τον πέτυχε. Υστερα από δυό-τρείς ώρες που οι Ιταλοί με το βαρύ οπλισμό τους όργωναν την περίμετρο του Βουνεσιού και ήταν άσκοπη η συνέχιση της μάχης από εμάς, ο Αγραφιώτης διέταξε προσεκτική σύμπτυξη. Καταφέραμε και γύραμε πίσω από την κορυφογραμμή με ελαφρούς τραυματισμούς τριών ανταρτών από τις εκρήξεις βλημάτων όλμων. Οι Ιταλοί, ύστερα από ώρες και αφού έκαψαν το Βουνέσι, ήρθαν και αυτοί στη Νεβρόπολη και κατασκήνωσαν. Τη νύχτα δυό μικροομάδες ανταρτών σύρθηκαν ως τις σκηνές των Ιταλών και έριξαν χειροβομβίδες. Η μία από αυτές έπεσε στη σκηνή του συνταγματάρχη που σκοτώθηκε. Το πρωί οι Ιταλοί αποχώρησαν και εμείς ξανακατεβήκαμε στο ριζά και στον κάμπο.
Αυτό το τρίμηνο με τον Αγραφιώτη μας άφησε ανεκτίμητες γνώσεις και πεποιθήσεις. Οι μισοί περίπου ως το Γενάρη του 1945 είχαμε αναχθεί σε έμπειρα μικρά στελέχη του ΕΛΑΣ και οι μισοί πάλι από αυτούς χάθηκαν στον εμφύλιο ως λοχαγοί και ταγματάρχες του Δημοκρατικού Στρατού.
Τον Ιούνιο του 1943 συνήλθε στην Καστανιά της Καλαμπάκας το Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΛΑΣ με τη συμμετοχή ακόμα και Αλβανών αντιπροσώπων. Το συγκρότημά μας έστειλε δέκα αντιπροσώπους με το Βασίλη αρχηγό. Οσα μάθαμε στο πήγαινε, στη συμμετοχή στο Συνέδριο και στο γύρισμα από τον κάμπο των Τρικάλων στη Σέκλιζα, ήταν μεγάλα όπλα στην μετέπειτα αντάρτικη ζωή μας.
Λίγο μετά το Συνέδριο ο ΕΛΛΑΣ πήρε το σχήμα του τακτικού στρατού. Το Υπαρχηγείο Αγράφων έγινε πρώτο τάγμα του 1/38 Συντάγματος. Διοικητής του ο μόνιμος υπολοχαγός Φώτης Παπαδημητρίου από την Πορτίτσα, Καπετάνιος ο Αγραφιώτης και Αντιπρόσωπος του ΕΑΜ ο Φαρμάκης (Γιώργος Παπαστεργίου από τη Ρεντίνα). Λοχαγοί ο Λαδιάς, ο Γρίβας (Κώστας Μπάρλας) και ο Λεπούχης (Ανδρέας Κατσής). Τότε αποφασίστηκε η ίδρυση της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών. Το πρώην πέμπτο συγκρότημα, με επιλογές του Αγραφιώτη, έστειλε τους περισσότερος αναλογικά με άλλες μονάδες μαθητές σε αυτή (κι’εμένα).
Η θητεία του Αγραφιώτη στο Β Τάγμα ήταν αυτή που αναμενόταν. Δεν θα σας αφηγηθώ παρά μόνο τη μάχη στο Ζάρκο Μαρί το Σεπτέμβρη του 1944. Ηταν ο τομέας του Β΄ Τάγματος η περιοχή Παλαμά-Βλωχός-Κεραμίδι-Πηνειός- οδικός άξονας Λάρισα-Τρίκαλα μέχρι τη γέφυρα του Κουτσόχειρου. Διοικητής τότε του τάγματος ήταν ο Βασίλης Χρυσόμαλλος, άξιος μόνιμος ανθυπολοχαγός από τους Σοφάδες, καπετάνιος ο Αγραφιώτης. Συνεργάτης ο Λάμπρος Σεκλιζιώτης με το λόχο καταστροφών που διοικούσε. Αξιωματικός πληροφοριών του Συντάγματος ο ομιλών με κέντρο το χωριό Λουτρό κοντά στη Λάρισα. Δαιμόνιος ανιχνευτής πληροφοριών ο Κώστας Μπαφίτης από τον Περισσό. Αυτός έμαθε από μια από τις πολλές «πρακτόρισες» των οίκων ανοχής που είχε «οργανώσει», ότι τη μεθεπόμενη θα έφευγε η μονάδα του φίλου της Γερμανού από τα Τρίκαλα για τη Λάρισα. Εσκασε άλογο ο Μπαφίτης να φέρει την πληροφορία στο Λουτρό και εγώ να την πάω στο Β Τάγμα. Σύσκεψη αμέσως στο φώς της λάμπας των ηγετών, αποστολή συνδέσμου στην Καρδίτσα να επιστρατεύσουν οδηγούς αυτοκινήτων και να τους στείλουν στο Κεραμίδι να παραλάβουν τα φορτηγά που θα κυρίευε το Τάγμα. Καθορίστηκαν τα καθήκοντα των ηγετών: Γενικός διοικητής ο Χρυσόμαλλος, οδηγός της επίθεσης ο Αγραφιώτης. Ο Σεκλιζιώτης θα ανατίναζε την εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή της φάλαγγας και θα τη βομβάρδιζε με οβίδες πεδινού πυροβολικού, λάφυρα από τους Ιταλούς. Αφαιρούσαν τον επικρουστήρα και έβαζαν στη θέση του δυναμίτη με φυτίλι, το άναβαν και τις κυλούσαν από τα πρανή του δρόμου προς τα αυτοκίνητα. Αποτέλεσμα της επιχείρησης: 60 γερμανοί νεκροί, 50 αιχμάλωτοι, 23 αυτοκίνητα οδηγήθηκαν στην Καρδίτσα. Απώλειες δικές μας 7 τραυματίες του λόχου που έκανε την τελική επίθεση στους σκληρά αμυνόμενους γερμανούς.
Για τη μάχη αυτή γράφηκε και ο εξής επίλογος:
« Η νίκη ήταν αποτέλεσμα άριστου σχεδιασμού και οργάνωσης της επιχείρησης, σε συνδυασμό προς την άριστη εκτέλεση της αποστολής του από τον κάθε μαχητή. Αναμφισβήτητα, αν τα πράγματα στη χώρα μας εξελίσσονταν διαφορετικά, η επιχείρηση αυτή θα διδάσκονταν στις στρατιωτικές σχολές σαν πρότυπο ενέδρας».
Ηρθε και η απελευθέρωση, αλλά και ο Δεκέμβρης. Το Σύνταγμά μας έδρευε στη Λάρισα. Διατάχθηκε το Β τάγμα με το διοικητή του Συντάγματος να πάει Μεσοχώρα, Βουλγαρέλι, να διαβεί τον Αραχθο, να διώξει τους Ζερβικούς από το Ξηροβούνι και να συνεχίσει προς Αθήνα. Στις έξι του Γενάρη περάσαμε, μαζί με το Βασίλη, τον πλημυρισμένο Αραχθο, πιασμένοι από μιά τριχιά που είχαν δέσει οι ντόπιοι σε δυό γερά πλατάνια στις δυό του όχθες. Το μουλάρι με τους γυλιούς μας που πήγαινε μπροστά μας (και δεν μπορούσε να πιαστεί) το πήρε ο Αραχθος. Ανεβήκαμε στο Ξηροβούνι όπου λίγοι Ζερβικοί έριξαν μερικές ντουφεκιές και έφυγαν (οι δυνάμεις του Ζέρβα είχαν ήδη πάει στην Κέρκυρα). Ξενυχτίσαμε στην κορυφή του Ξηροβουνιού, μούσκεμα, Δυό αντάρτες πέθαναν από το κρύο. Και το πρωί πήραμε το δρόμο Φιλιππιάδα, Λούρο, Πρέβεζα, Αρτα, Αμφιλοχία, Αγρίνι, Μεσολόγγι, Ναύπακτο, Λιδωρίκι. Εκεί πήραμε διαταγή να ξαναγυρίσουμε στην Καρδίτσα-Λάρισα γιατί είχε γίνει ανακωχή.
Ο Βασίλης ήταν πολύ σκεπτικός για το τι μας έμελλε να συμβεί. Εμπειρος στην πράξη αξιωματικός, αλλά και ενημερωμένος θεωρητικά από τον Κλαούζεβιτς που του είχε δώσει ο Μανάρας στα Τρίκαλα και τον έσερνε μαζί του, έβλεπε πολύ μακριά, αλλά τις σκέψεις του τις κρατούσε για λογαριασμό του.
Μετά την παράδοση των όπλων (εγώ κράτησα ένα τόμψον και το έδωσε ο πατέρας μου στο Βασίλη όταν άρχισε το δεύτερο αντάρτικο, όπως λέγαμε τότε τον εμφύλιο). Ξεκινήσαμε για την Αθήνα το Μάη του 1945 ο Πάνος Καραγιάννης, ο χρήστος Ξυδιάς και εγώ. Μας ξεπροβόδισε ως τα πλατανάκια ο Βασίλης και μας είπε το «καλό ταξείδι» και έκλεισε με την εξής λακωνική, όπως συνήθιζε, φράση: «Αϊντε, ώρα σας καλή. Εδώ θα γίνει Ισπανία». Αραγε πόσοι ηγέτες σαν το Βασίλη έβλεπαν την αλήθεια ένα χρόνο πριν ξεσπάσει;
Πρέπει για την ιστορία αυτού του τόπου και για την προσωπικότητα του Βασίλη, όπως ο ίδιος μου την αφηγήθηκε, να πώ και τα εξής. Στην Καρδίτσα ήρθε, υψηλόβαθμος τότε, ο ταγματάρχης Μανάρας για τον οποίο σας είπα. Κάλεσε το Βασίλη και αυτός, τιμώντας τον άνδρα και τον εαυτό του, πήγε. Του πρότεινε ο Μανάρας να ξαναγυρίσει στο στρατό ως μόνιμος εξ΄εφέδρων αξιωματικός. Φυσικά ο Βασίλης αρνήθηκε και ο Μανάρας του απάντησε: «Αυτό περίμενα από εσένα Βασίλη, αλλά όφειλα να σου πω αυτά που άκουσες και καλή τύχη».
Δεν γυρίσαμε αυτά τα χρόνια στην Καστανιά ο Πάνο Καραγιάννης και εγώ. Ηρθε όμως στην Αθήνα ο Βασίλης και μας συνάντησε στα πεταχτά. Περιττό να πούμε για τη συγκίνησή μας. Και ο Βασίλης μας είπε: «Μη με ρωτήσετε γιατί ήρθα, δεν θα σας πώ». Και ούτε δέχθηκε τη φιλοξενία μας. Υποθέσαμε πως ήρθε για τη μεγάλη σύνοδο που αποφάσισε τον εμφύλιο και κατέλυσε στη γιάφκα που του είχαν ορίσει.
Για τη θητεία του στο Δημοκρατικό στρατό δεν έχω προσωπικά βιώματα. Ό,τι γνωρίζω τα έμαθα από τον σύνδεσμό του (και σωματοφύλακα) Πέτρο Μπολτσή, τον Τάκη Ψημένο που υπηρέτησε στο τάγμα του Αγραφιώτη και τον Αλέκο Παπαγεωργίου επιτελάρχη της πρώτης Μεραρχίας. Οι δυό πρώτοι μου αφηγήθηκαν για το Βασίλη και τον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του. Χαρακτηριστική ήταν η μη εμφανής αντίδρασή του, όταν στη Διοίκηση του Αρχηγείου Αγράφων τον αντικατέστησε ο Γεδεών Λουλές. Τον γνώριζα το Γεδεών. Αξιόλογος και έντιμος άνθρωπος, αλλά ούτε για δεκανέας δεν έκανε σε ένοπλο τμήμα. Όταν ήρθε ο Αμάρμπεης (Θόδωρος Καλλίνος) του ανέθεσε τα ανώτερα καθήκοντα, ως εκεί που είχε δικαίωμα. Συναντιόμουν με τον Αμάρμπεη και τον ρώτησα για τον Αγραφιώτη. Και ο εξίσου λακωνικός με αυτόν Αμάρμπεης, μου είπε τα καλύτερα παινέματα για την στρατιωτική του αξία. Ο Παπαγεωργίου τον οποίο είχα δάσκαλο στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, μου είπε για τον ιδιαίτερα επώδυνο και άδικο θάνατο του Βασίλη καθώς και για την στρατιωτική αξία του.
Ο Πέτρος και ο Τάκης μου αφηγήθηκαν τη λύπη του Αγραφιώτη για το θάνατο στη μάχη του Φώτη Μπαρμπαρούση, αλλά και τη χαρά του για τον όλμο που πήρε η διμοιρία του, για το θάνατο στη μάχη του στενού φίλου του Γιώργου Κασιούρα, εγγόνι του ΠαπαΝικόλα μας, την αυτοκτονία του Σούλη Νασιάκου για να αποφύγει την αιχμαλωσία, του ταγματάρχη Βασίλη Καπνιά, των ανθυπολοχαγών Ηλία Ξυδιά, Γιώργου Εγγλέζου, Γιώργου Σούφλα και Σταθη Δίπλα, τους ξεπαγιασμένους τον Απρίλη του 1947 στη Νιάλα φίλους και συντρόφους του και τη γειτόνισσά μας την Ελένη, και πολλών άλλων οπλιτών και στελεχών που είχαν υπηρετήσει υπό τις διαταγές του. Πολλοί άλλοι μαχητές του πέθαναν μετά από το θάνατό του, όπως ο Κώστας Ζωϊτσάκος, ο Γιάννης και ο Ναπολέων Φυτσιλής, ο Γιώργος Γουρνάμπασης οι αδελφοί Ηλίας και Ξενοφών Τσιουράκης.
Με τους αιχμαλώτους ο Αγραφιώτης ήταν όπως έπρεπε. Τους πρότεινε να ενταχθούν στο Δημοκρατικό Στρατό αλλά αν δεν ήθελαν τους άφηνε ελεύθερους.
Αυτός στις λίγες λέξεις που σας είπα ήταν ο χωριανός μας Βασίλης Μπότσης, ο Αγραφιώτης. Ας είναι αιώνια η μνήμη του και περήφανη η Καστανιά που γέννησε τέτοιον άντρα.