AChecker validation success

Καλλίνικος Β' ο Ακαρνάν, Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/λεως

Κλήμος Γεώργιος του Αθ.*

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ

1. Καλλίνικος Β΄ ο Ακαρνάν – Οικουμενικός Πατριάρχης Κων/λεως

(3-11/1688, 1689-1693, 1694-1702).

 

Περί του βίου του Καλλινίκου ασχολήθηκαν μέχρι σήμερα πάρα πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων. Την πρώτη αυτού βιογραφία συνέταξαν το αυτό έτος 1872 ο Μανουήλ Γεδεών1 και ο Γεώργιος Ζαβίρας2 ως ενός «των διασήμων της ημετέρας εκκλησίας και του Έθνους ανδρών»3 όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεδεών. Ακολούθησαν αυτούς, πάρα πολλοί, κυριότεροι των οποίων ήσαν οι: Γριτσόπουλος Τάσιος4, Καραπιπέρης Χρυσόστομος5 στην μελέτη του οποίου κατά βάση θα στηριχτούμε, και ο Θεόφιλος Σιμόπουλος6.

Την πληροφορία ότι καταγόταν από την Καστανιά των Αγράφων μάς την παραδίδει ο Αναστάσιος Γόρδιος στο βίο του Ευγένιου Γιαννούλη: «Φοιτηταί δε αυτώ εν Βρανιανοίς εγένοντο πολλοί…Ιωνάς, Ζαχαρίας και Καλλίνικος εξ ενός πάντες χωρίου των Αγράφων Καστανία προσαγορευομένου. Ων ο μέν Καλλίνικος και πατριάρχης μετά πολλούς χρόνους ύστερον εχρημάτισεν Κωνσταντινουπόλεως από της κατά Προύσαν εκκλησίας μετενεχθείς, ης πρότερον είχε την προεδρίαν, και της πατριαρχικής καθέδρας προέστη έτη εκκαίδεκα, κ’ακεί τον βίον εξέλιπεν ου προ πολλών ετών»7. Είναι άγνωστο το κοσμικό του όνομα ως και το επώνυμό του. Τον τίτλο του Ακαρνάνα τον έλαβε φαίνεται πολύ αργότερα από ανθρώπους που δε γνώριζαν γεωγραφικά τα όρια των περιοχών που κατοικούσαν κατά φυλή στα αρχαία χρόνια. Πλήρη σχεδόν βιογραφία του ανδρός παρουσίασε το 1958 ο Χρυσόστομος Καραπιπέρης.

Ο Καλλίνικος γεννήθηκε περί το 1630 και έγινε μαθητής του Ευγένιου Γιαννούλη της Σχολής Βραγγιανών, στην οποία φαίνεται ότι φοίτησε για κάμποσα χρόνια, ενεδύθη το μοναχικό σχήμα και χάρη σπουδών έλαβε από το διδάσκαλό του άδεια και συστατικό γράμμα να μεταβεί ίσως στην Πόλη για συνέχιση και επέκταση των σπουδών του: «μικρόν τινα παρ’ ημίν συνδιατρίψας χρόνον παιδείας ένεκα, της τε καθ’ ημάς και της θύραθεν, ων αμφοτέρων ευφυώς αντεποιείτοτα νυν δε εις ετέρας πολιτείας μεταβήναι βουλόμενος… ως εξιτήριον δεδώκαμεν το παρόν ου μόνον ως μαθητευσαμένω ή απλώς αλών μετασχόντι αλλ’ ως ανδρί καλώ καγαθώ και φοβουμένω τον Κύριον»8.

Όταν τελείωσε τις σπουδές του χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Προύσας, στο μεταξύ του Ιανουαρίου 1671 (στο οποίο υπογράφεται ο πρώην αυτού Άνθιμος) και Οκτωβρίου του 1672 χρονικού διαστήματος, στο οποίο υπογράφεται ο ίδιος ως Προύσης Καλλίνικος. Από την αρχιερατεία αυτή το μόνο γνωστό στοιχείο που έχουμε είναι ότι συνδέθηκε με πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής και ιδιαίτερα με τον εφέντη Μολάχ Εσρί ο οποίος αργότερα έγινε χριστιανός.

Μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κων/λεως Ιακώβου του εκ Λαρίσης, την ίδια ημέρα, Σάββατο 3 Μαρτίου 1688, οι Αρχιερείς και πρόκριτοι του λαού παρουσία και του Ιεροσολύμων Δοσιθέου συγκεντρώθηκαν στην κατοικία του επιφανούς άρχοντα Μανωλάκη εκ Καστοριάς και τον εξέλεξαν Πατριάρχη και την επόμενη Κυριακή 4 Μαρτίου, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ο Καλλίνικος ενθρονίσθηκε και επίσημα Οικουμενικός Πατριάρχης.

Η απόφασή του, συνοδικώς, να παύσει τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Νεόφυτο, είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει έναν ισχυρό πολέμιο ο οποίος με θεμιτά και αθέμιτα μέσα πέτυχε την 27 Νοεμβρίου του αυτού έτους την καθαίρεση του Καλλινίκου και την άνοδο του ιδίου στον Πατριαρχικό θρόνο. Του Νεοφύτου όμως η Πατριαρχία θεωρήθηκε παράτυπη και γι’ αυτό το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1689 επαναβλέπουμε για δεύτερη φορά τον Καλλίνικο επί του Πατριαρχικού θρόνου.

Κατά τη β΄ αυτή Πατριαρχία ο Καλλίνικος, με ισχυρό πάντα συμπαραστάτη τον Ιεροσολύμων Δοσίθεο, καταδίκασε συνοδικά το Συνταγμάτιο του Μεγάλου Λογοθέτη της εκκλησίας Ιωάννη Καρυοφύλλη «περί Μετουσιώσεως» με αποτέλεσμα την καθαίρεση του ανωτέρω και την εκλογή αντ’ αυτού του Μαυροκορδάτου. Ο Καρυοφύλλης αναγκάσθηκε να απέλθει στη Βλαχία πλησίον του ηγεμόνα Κων/νου Βασαράβα, όπου και απέθανε το 1693. Ομοίως πέτυχε στο αυτό έτος την ανασύσταση της καταργηθείσας Πατριαρχικής Σχολής.

Κατά την εποχή αυτή (1693) ο Βασαράβας φιλοξενούσε τον καθηρημένο και επί τετράκις ανελθόντα στον Οικουμενικό θρόνο Πατριάρχη Διονύσιο τον Μουσελίμη, συμμαθητή του Καλλινίκου κατά τη μαθητεία τους στον Ευγένιο τον Αιτωλό. Ο Βασαράβας της Αδριανούπολης κατόρθωσε να πείσει τον μέγα Βεζύρη Αραμπατζή Αλή πασά που περνούσε από την Αδριανούπολη να διατάξει την έξωση του Καλλινίκου. Έτσι ο Καλλίνικος απομακρύνεται για δεύτερη φορά από το θρόνο τον οποίο ανακτά για πέμπτη φορά ο Διονύσιος (πιθανώς τον Οκτώβριο του 1693). Αλλά μετά εφτά μήνες θητεία του Διονυσίου στο θρόνο και κατά τη διαμονή του ιδίου Βεζύρη στην Αδριανούπολη τον επισκέφτηκε ο Καλλίνικος με τους περί αυτόν αρχιερείς και τον παρακάλεσαν, πράγμα που πέτυχαν, να αποκαταστήσει το αδίκημα και να επανέλθει για τρίτη και τελευταία φορά τον Απρίλιο του 1694 στο θρόνο.

Ο Καλλίνικος πέθανε τις 8 Αυγούστου 1702 στο Πατριαρχείο και η σορός του μεταφέρθηκε στη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Καμαριωτίσσης της νήσου Χάλκης, όπου και τάφηκε. Επί του τάφου του χαράχθηκε το εξής επιτύμβιο: «Οικουμενικόν Καλλίνικος τον θρόνον ίθυνε πλείστοις εμφρόνως επί χρόνοις, θανών δε λαμπράς ηξίωται εξόδου. Εώ τε των πριν πατριαρχών εν Θρόνω και νεκρός, ως ζων εγκαθιδρείς μόνος μονή τέθαπται τήδε τη σεβασμία. Και νυν πορεύει συν χορείαις Αγγέλων εν έτει αψβ΄(1702) Αυγούστου η΄». Ο τάφος του υπήρξε πίσω από το βήμα στο ναό της Καμαριώτισσας9 και δυστυχώς σήμερα δε σώζεται, ως με πληροφόρησε με την από 9-10-2008 επιστολή του το Σεβαστό Πατριαρχείο.

Από το έργο του Καλλινίκου, κατά την πατριαρχική του θητεία, πρέπει να μνημονευτούν η αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής (1691), η οποία και μαρτυρεί τα πνευματικά ενδιαφέροντα του ανδρός, οι διατάξεις του περί στολισμού γυναικών, προικοδοσίας, γάμου πρώην κληρικών, ενώ πλήθος διατάξεών του αφορούν ναούς και μοναστήρια του χώρου της Ορθοδοξίας. Επίσης άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο. Έγραψε Ερμηνεία προς τους ιερείς και διακόνους, Λόγους εκκλησιαστικούς, Πατριαρχική Ιστορία, Επιστολές κλπ.10

Κάτι που δεν αναφέρεται στη βιογραφία του Καλλινίκου είναι η για πρώτη φορά παρατηρούμενη συνωμοτική κίνηση σε επίπεδο Πατριαρχών του ιδίου και του στενού του φίλου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου (1669-1707), προς την ορθόδοξη Ρωσία, για απελευθέρωση των Χριστιανών από τον οθωμανικό ζυγό και ασφάλεια των ιερών προσκυνημάτων (Πανάγιος Τάφος, κλπ.) της Ιερουσαλήμ. Συγκεκριμένα αμέσως μετά τη νικηφόρα προέλαση των Ρώσων κατά των Τούρκων στη Μαύρη Θάλασσα (1696), απέστειλαν οι δυο τους11 μυστικά έναν Μυτιληνιό καλόγερο τον Στέφανο-Σεραφείμ Πωγονάτο στη Ρωσία να συναντήσει τον τσάρο Μεγάλο Πέτρο με σκοπό να τον συγχαρούν, να του γνωρίσουν ότι έφτασε η ώρα της απελευθέρωσης των χριστιανών και να του παραδώσουν τα σχέδια – προτάσεις για την έναρξη του αγώνα κατά των Τούρκων.

Ο καλόγερος Σεραφείμ, με τον τίτλο «έξαρχος κληρονομικός των Κυκλάδων και Σποράδων νήσων, υποκαγκελάριος του Ελληνικού Έθνους και πληρεξούσιος αντιπρόσωπος αυτού» έφτασε στις αρχές Φεβρουαρίου 1697 στη Μόσχα, επικοινώνησε διά του μητροπολίτη Ριαζανίου με τον τσάρο Μεγάλο Πέτρο, συναντήθηκε με άλλους Ρώσους αξιωματούχους και τέλος ενεχείρισε τις πατριαρχικές επιστολές στο Ρώσο Πατριάρχη Αδριανό.

Δε γνωρίζουμε πόσο χρόνο παρέμεινε ο καλόγερος Σεραφείμ στη Ρωσία. Τελειώνοντας την αποστολή του αποχώρησε και περιπλανήθηκε στις χώρες της Δύσεως για επαφές με τους Βασιλείς των χωρών αυτών και άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και, όταν επέστρεψε στη Ρωσία το 1732, συνελήφθη ως κατάσκοπος, εξορίσθηκε στη Σιβηρία, όπου και πέθανε.

Το παραπάνω γεγονός πρέπει να το δούμε και κάτω από το πρίσμα των γεγονότων της εποχής. Συγκεκριμένα μετά την αποχώρηση της Βενετίας από την Κρήτη (1699) παύει ουσιαστικά και ο ρόλος της ως πρωταγωνίστριας χριστιανικής δύναμης εναντίον των Τούρκων. Το κενό αυτό σιγά σιγά καλύπτεται από την Αυστρία και τη Ρωσία. Με την τότε παρατηρούμενη ισχυρή διείσδυση των Καθολικών προς τα νησιά του Αιγαίου και Αγίους Τόπους οι δύο Πατριάρχες (Καλλίνικος και Δοσίθεος) έθεσαν προ του τσάρου της Ρωσίας το μεγάλο θέμα της προστασίας των ορθοδόξων υπηκόων του σουλτάνου και της προστασίας των Αγίων Τόπων από τους Καθολικούς.

Για το ίδιο θέμα ο ιστορικός Απ. Βακαλόπουλος αναφέρει: «Η άλωση μάλιστα του Αζόφ (1696) ενθουσίασε τόσο πολύ τους Έλληνες, ώστε οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος Β΄ (1688-1702 με μικρές διακοπές) και Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707) αποφάσισαν να στείλουν κρυφά απεσταλμένο στον τσάρο για να τον συγχαρούν». Και παρακάτω συνεχίζει πως στην ίδια περίοδο Έλληνες κληρικοί είχαν αναπτύξει τυχοδιωκτικές τάσεις, όπως ο Σεραφείμ με τις περιπλανήσεις του 1704 -173212.

Ας δούμε τώρα και τις κρίσεις των βιογράφων του: Ο Μ. Γεδεών γράφει περί αυτού: «Ο Καλλίνικος ην ανήρ ανεπιλήπτων ηθών, παιδείας παντοδαπής ουκ άγευστος και ζηλωτής της πατρώας ευκλείας ενθερμότατος. Σεβαστός διά την αρετήν εις τε τους ομοεθνείς και εις αυτούς τους κρατούντας»13. Ο Ζαβίρας: «Περί του Καλλινίκου τούτου και ο Προκοπίου Δημήτριος φησί, ότι ην ειδήμων της ελληνικής φωνής, ικανός νοείν τας τε των λογογράφων, και τας των φιλοσόφων βίβλους.»14. Ο Τ. Γριτσόπουλος τον θεωρεί, παρά την ταραγμένη προσωπική περίοδο της ζωής του, έναν «από τους σεμνούς, πεπαιδευμένους και ηρέμους πατριάρχας»15.

Το όλο χρονικό του Καλλινίκου με τις εντάσεις και τις μεταβολές στον Οικουμενικό θρόνο αποδίδεται θαυμάσια στο παρακάτω έμμετρο ιστορικό των Πατριαρχών, έργο του Κυρίλλου Λαυριώτη16.

896 Ιάκωβον δ’ εξώρισεν εις το Σίναιον όρος,

όνπερ μετεκαλέσατο η Σύνοδος ευθέως

(1689) και πατριάρχην τέθηκεν Οικουμένης ποιμένα.

έτος δε εν μονώτατον ποιήσας εν τω θρόνω

900 αποβάλλεται έπειτα κακώς από του θρόνου.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ο Προύσης γαρ, βία και δυναστεία,

έξωσε και εκάθηρε τον Ιάκωβον τούτον.

και Πατριάρχης γίνεται, τη βία των κρατούντων,

και εφ’ εν έτος κατασχών την θείαν Εκκλησίαν,

905 ως λαίλαψ τις ή καταιγίς, ο πρώην Ηρακλείας,

(1691) Εγείρεται ΝΕΟΦΥΤΟΣ και τούτον αποβάλλει.

Κατήρξε δ’ ούτος, έμεινεν τω τότε εις τον θρόνον,

δυναστεία, δυνάμει τε και αμάχω τη βία,

εις εκατόν πεντήκοντα ταύτας μόνον ημέρας.

(1691) Έπειτα ο ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, λέγω ο τολμητίας,

911 εξώθησεν, εξέβαλε μακράν του θρόνου τούτον.

μετά δε έτος δεύτερον πατριαρχείας τούτου

(1693) ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ αύθίς τε, ο Μουσελίμης λέγω,

Επήδησεν, ελάκτισε τον Καλλίνικον τότε.

915 Αλλά ταύτα η Σύνοδος, μη φέρουσα, ορώσα,

αφώρισεν, εκάθηρεν άμα τε και τους δύο,

λέγω σοι τον Νεόφυτον και δη τον Μουσελίμην,

(1694) κ’ εις το Σινά απέστειλε συνάμα εξορίστους.

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΝ δ’ ενέκρινε, τω θρόνω επιθείσα

920 να ήναι, να ευρίσκηται μόνος του Πατριάρχης.

Ποιμάνας δ’ ο Καλλίνικος εις έτη οκτώ μόνα

την Εκκλησίαν του Χριστού, εξέλιπε του βίου.

Η Σύνοδος δ’ ενέκρινε τω θρόνω Οικουμένης

(1702) ΓΑΒΡΙΗΛ τον πανάριστον άγιον Χαλκηδόνος,….

Ανώνυμος, σύγχρονος των γεγονότων, μας παραδίδει τους παρακάτω πάλι έμμετρους στίχους, οι οποίοι μαρτυρούν την αντίληψη που είχε ο λαός περί αυτού «την αγαθήν των συγχρόνων ιδέαν, θεωρώντων τον Καλλίνικον θείον άνδρα και αγιώτατον», καθώς επί λέξει αναφέρει ο σοφός Γεδεών Μανουήλ17.

«Περί δε του Καλλινίκου τοίος φέρεται λόγος,

ως ευρισκόμενος ποτε εις το όρος του Άθω.

όρος το αγιώνυμο, τω πόθω ευλαβείας,

ήλθε και επροσκύνησε τα μοναστήρια πάντα.

ως δ’ ότε παρεγένετο εις το θείον Βατοπαίδι,

οψέποτε εκάθησεν επί τας θύρας έξω,

αναψυχήν παραμικράν βουλόμενος ευρέσθαι,

αίφνης εις λέων εκπηδήσας από του δρυμώνος,

φρικαλέος, πάντολμος, εφίσταται18 Καλλινίκω,

αιμοχαρής ιστάμενος, δεινός, άγρια βλέπων.

Έφριξε δ’ ο Καλλίνικος ορών θάνατον προύπτον,

μη έχων ό,τι πράξασθαι, ή άλλως αμυνείσθαι,

μόλις δ’ ουν οψέποτε τα χείλη υπανοίξας

τρεμούση τη φωνή προς τον λέοντα έφη.

«Ει μεν λέων, ελήλυθας παρά Θεώ προς με,

ποίει ο προσετάχθη σοι, λέων φρικαλέε.

Ει δε συ μόνος ήλθες ούτως, ως εβουλήθης,

τάχιστα απόφευγε από το άγιον όρος.

Χριστός γαρ σε διώκει, ου μύστης εγώ πέλω».

Το θηρίον ουν ως ήκουσεν, υπήκουσεν ευθέως,

και ταπεινόν τω βλέμματι δρομαίον υπεχώρει,

βλάψας μηδέν μηδέποτε, υποταχθέν ως δούλον».

Ένα άλλο άγνωστο χρονικό περί του θανάτου του, γραμμένο από κάποιον φίλο του, άγνωστο και σύγχρονο του Καλλινίκου, ως είδος θρήνου για το χαμό του αναφέρει τα παρακάτω19: «Φευ της τύχης! Ω της κοινής συμφοράς! Την του Χριστού εκκλησίαν ουχ η τυχούσα κατέσχε κατήφεια και σκυθρωπότης και τοις Ορθοδόξοις πένθος επηκολούθησεν απαραμύθητον. Ο γαρ Οικουμενικός Θρόνος του αξίου προστάτου και ποιμένος εστέρηται και ο πιστός λαός εν ορφανεία του κοινού πατρός κατέστησεν. Ο αοίδιμος γαρ Πατριάρχης και πατήρ ημών κύρις Καλλίνικος το κοινόν χρέος αφοσιωσάμενος ώχετο ος περ νόσω δεινή περιπεσών και ημέρας και ώρας και νύκτας επτά προσλαλάων ταύτη και συντριβόμενος και τέλος, ταύτης περιγενέσθαι μη δυνηθείς, αλλ’ ηττηθείς, τη 8η ημέρα προς Κύριον εξεδήμησε προς τας αιωνίους μονάς ανακτάς τω πνεύματι. Ου την εκφοράν ελθείν λόγω παραστήσαι αμήχανον. Μετά πλείστης παρρησίας και πομπής περηφανούς γεγονυίαν, τοσούτον δ’ ειπείν μόνον ο των εν τη βασιλευούση εκδημούντων αρχιερέων θείος κατάλογος, ιερέων και διακόνων, σμήνος ουκ ευάριθμον, των τε εν Κων/πόλει και τοις πέριξ οικούντων πλήθος αριθμού, κρείττον εκ γένους παντός και ηλικίας πάσης συνδραμόν και συνηλισμένον ανδρών τε και γυναικών, παίδων τε και των αφελεστέρων, το τίμιον αυτού εξήνεγκαν λείψανον. Τα ιερά περιβεβλημένα άμφια και λαμπάσιν ημέναις τούτο προύπεμψαν μέχρι (ου τόπου) τα πλοία προσέμενον. Α και δεξάμενα τούτο εις την της Χάλκης νήσον απεκομίσαντο, κακεί εν τω πανσέπτω νεώ της υπεραγίας Θεοτόκου, οσίας τετυ(χη)κώς εντίμως τέθαπτο».

Η πολιτεία του Καλλινίκου ιδιαίτερα κατά την επανεκλογή του για τρίτη φορά στον παρτριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αν και ήταν κάτι σύνηθες η αλλαξοπατριαρχία κατά τον 17ο αιώνα, απετέλεσε μία από τις ζοφερότερες σελίδες του Πατριαρχείου γι’ αυτό και πολλοί βιογράφοι του το επισημαίνουν, ένας δε εξ αυτών «κακόνικο» τον ονομάζει για τη συγκεκριμένη του πράξη20.

..................................................

*Από το βιβλίο του Γεωργίου Κλήμου, Ιστορικά Στοιχεία Καστανιάς και Μούχας Αγράφων, Καρδίτσα 2010, σ. 57-66.

  1. Γεδεών Μ., Περί του Πατριάρχου Καλλινίκου Β΄ του Ακαρνάνος (1630-1702), 1872.

  2. Ζαβίρας Γ., Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, 1972, σ. 401-404.

  3. Γεδεών Μ., ό. π., σ. 6.

  4. Γριτσόπουλος Τ., «Καλλίνικος», Θ.Η.Ε., τ. 7, σ. 246-247.

  5. Καραπιπέρης Χρ., «Καλλίνικος Β΄ ο Ακαρνάν», 1958, σ.σ. 89-112.

  6. Σιμόπουλος Θεόφ., Οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι διά μέσου των αιώνων, 1986, σ.σ. 216- 219.

  7. Γόρδιος Αναστάσιος, «Βίος Ευγενίου», σ. 64.

  8. Ευγενίου Γιαννούλη Επιστολές, 1992, αχρονολόγητη επιστολή 233 (Συστατικό Καλλινίκου ιερομονάχου). Βλ. στο Παράρτημα κείμενο αρ. 1.

  9. Μήλλας Ακύλας, Η Χάλκη των Πριγκηπονήσων, έκδοση Συλλόγου Ιστ. και Λαογρ. Έρευνας ‘ Η Μνημοσύνη’ αρ.1, Δεκέμβριος 1984.

  10. Βαλσάμης Γ., Οι Πατριάρχες του Γένους, 1995, σ. 76.

  11. Αγγελής Δ., Ελλήνων αγώνες, 2008, σ. 707-709, όπου παρατίθεται και σχετική βιβλιογραφία. Ιδιαίτερα χρήσιμη: Παλαιολόγος Κ., «Ο Έλλην κληρικός Σεραφείμ», Παρνασσός, τόμ. Δ΄, εν Αθήναις 1880, σ. 28-51. Πασχάλης Δ., «Η εκκλησία της Άνδρου», Ανδριακά Χρονικά, (1948), τ. 1, σ. 57, όπου μεταξύ των άλλων ο Σεραφείμ χαρακτηρίζεται τυχοδιώκτης.

  12. Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α. Ε., σ. 51, 56.

  13. Γεδεών Μ., ό. π., σ. 19.

  14. Ζαβίρας Γ., ό. π., σ. 403.

  15. Γριτσόπουλος Τ., ό. π., σ. 247.

  16. Κυρίλλου Λαυριώτου, Πατριάρχαι μετά την άλωσιν, Αθήναι 1877. Το κείμενο οφείλω στον αγαπητό Πέτρο Κομπορόζο, τον οποίο και από τη στήλη αυτή τον ευχαριστώ.

  17. Γεδεών Μ., ό. π., σ. 19 και 20. Τους στίχους αυτούς μαρτυρούν οι περισσότεροι των βιογράφων του Καλλινίκου και οι οποίοι καταγράφηκαν το πρώτον από τον Κ. Σάθα.

  18. εφίσταται: επιτίθεται

  19. Καραπιπέρης Χρ., ό. π., σ. 100-101. Βλ.: Πατρ. Βιβλιοθήκη, χειρόγραφο ΦΟΘ και Εκκλ. Αλήθεια (1882-1883), τ. 3, σ. 553 κ.ε.

  20. Σιμόπουλος Θεόφ., ό. π., σ. 216.