Σήμερα είναι 29 του Μάρτη 2020 ώρα 10. Κατά τις 9 μου τηλεφώνησε ο ανιψιός μου, εγγονός του νονού μου, και πρωτοξάδερφου του πατέρα μου, Μάρκου Ζαχαρού, ο Γιώργος Κλήμος. Δάσκαλος ήταν ο Γιώργος. Αλλά είχε το ταλέντο και το μεράκι του ερευνητή της ιστορίας του χωριού του, που είναι το Καταφύγι και της Καστανιάς πού ήταν το χωριό της μάνας του της Βαϊτσας Μάρκου Ζαχαρού. Εγραψε για καθένα από αυτά τα χωριά περισπούδαστα βιβλία στα οποία περιέσωσε πολλά στοιχεία της ιστορίας τους που άρχισε τον 15ο αιώνα. Σήμερα όμως, μιλήσαμε για τον κορνοϊό 19. Και ο Γιώργος μου ιστόρισε την καταστροφή της Καστανιάς από την πανώλη του 1767 που χτύπησε τότε τη Θεσσαλία. Περιέγραψε, πώς αντιμετώπιζαν τότε τις θεομηνίες οι χωρικοί και θεώρησα χρήσιμο να τα μεταφέρω εδώ και τα προσαρτώ στο περιοδικό [παράρτημα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ] όπου το αφήγημα του αδερφού μου Αγγελου και φωτογραφίες της Οικογένειας και του σπιτιού που έχτισε το 1877 ο παππούς μας Ζαχαράκης. Στο καρτποστάλ εικονίζεται το τέταρτο (μικρό) σπίτι που κτίσαμε μετά το κάψιμο του πρώτου το 1767, του δεύτερου το 1865 και του τρίτου το 1948.
Αφηγείται ο Γ. Κλήμος: «Μόλις έφτανε σε κάποιο χωριό το θανατικό, όπως έλεγαν τότε τις μεγάλες επιδημίες, η οικογένεια του πρώτου που αυτή χτύπαγε και η γιατρειά του ήταν αδύνατη, μάζευε ό,τι ήταν απόλυτα αναγκαίο και μετακόμιζε στο δάσος. Στον άρρωστο άφηναν τα γι’ αυτόν απαραίτητα και κάθε τόσο του άφηναν φαγητό, λίγο μακρύτερα από το σπίτι, όπως φεύγοντας του είχαν πεί. Και όταν αυτός κατέληγε, επέστρεφαν και έκαιγαν το σπίτι με ό,τι βρίσκονταν σε αυτό. Το ίδιο έγινε και στις άλλες οικογένειες της Καστανιάς»
Ετσι κάηκε η Καστανιά τότε. Και εγώ που γράφω το παρόν, θυμάμαι ότι το 1928-1930, δηλαδή ενάμιση αιώνα μετά το κάψιμο, ο αείμνηστος δάσκαλός μας Κλεομένης Κανναβός, μας πήγαινε στον Αϊγιάννη και μας έδειχνε τα ίχνη των δαπέδων και κάποιων τοίχων καμένων σπιτιών και μας ενημέρωνε με λίγα λόγια για την επιδημία που υποχρέωσε τους προγόνους μας να κάψουν το χωριό. Αυτό εκτείνονταν τότε από το ρέμα «Βροντάρι» ως το δάσος της Τσούκας. Παντού συναντούσες τα πενιχρά ερείπια οικισμού, νότια και βορειοδυτικά της εκκλησίας του Αϊγιάννη ως εκεί που άρχιζε το δάσος ελατιών, ακόμα και μέσα στο δάσος. Και κάτι ακόμα: στη νότια άκρη του περίβολου του Νεκροταφείου εκτείνονταν ένα μικρό «σήκωμα» του εδάφους και ανατολικά αυτού η θέα του Θεσσαλικού Κάμπου ως τον Ολυμπο. Αποφάσισε τότε το Κοινοτικό Συμβούλιο να ισοπεδώσει αυτό το αγνάντι, για να το χαίρονται οι παραθεριστές, (ίσως και για να κτιστεί κάτι σε αυτό, δε θυμάμαι). Εβαλαν λοιπόν τη μπουλντόζα, που τότε πλάταινε το δρόμο Αγιος Στέφανος – Αϊγιάννης, και ίσιωσε το σήκωμα. Αποκαλύφθηκαν έντονα ίχνη κάρβουνου, από το κάψιμο, το 1767 προφανώς, του σπιτιού που θα ήταν εκεί.
Δεν ήταν μόνο η Καστανιά που κάηκε τότε. Στην περιοχή του γειτονικού Καροπλεσιού και των Αγράφων, είχαν καεί οι οικισμοί «Κτήρια», «Πριντζέσι», «Μπέσια». Όμως οι Καστανιώτες που επέζησαν και άλλοι που έσπευσαν προφανώς να κατοικίσουν στη θέση – κλειδί που ήταν η Καστανιά, ξανάχτισαν και μεγάλωσαν το χωριό στη σημερινή του θέση. Και μάλιστα σε λίγες δεκαετίες έγινε η Μεγάλη Καστανιά, όπως την ονομάζει το 1809 ο Πουκεβίλ (πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή Πασσιά) και ο περιηγητής Λήκ που την επισκέφθηκαν. Επίσης ο Κασομούλης που πέρασε από αυτή το 1822 ή 1823 οδεύοντας από το Μεσολόγγι προς τον Ασπροπόταμο και συγκεκριμένα στα Κούτσαινα (τώρα Στουρναραίϊκα) που ήταν το χωριό του Νικόλα Στουρνάρη, αρματωλού του Ασπροπόταμου και πεθερού του Λεπενιώτη. (Και οι δυό αυτοί σκοτώθηκαν. Στο Nτολμά ο Λιακατάς και 39 αδερφοξάδερφα Λιακαταίοι, στην Εξοδο ο Στουρνάρης). Ο Κασομούλης διετέλεσε γραμματικός του Στουρνάρη.
Παρένθεση: Στο Σώμα των Στουρνάρη και Λιακατά υπηρετούσαν πέντε αδέρφια Μακρυγένη. Σκοτώθηκαν όλοι, στο νησάκι Ντολμά με το Λιακατά οι τρείς και στην έξοδο από το Μεσολόγγι οι δύο. Μάλιστα η παράδοση των γερόντων Ακριβαίων θυμίζει, ότι η σύζυγος μιάς από αυτούς, του Γιώργου μάλλον, που ακολουθούσε το Στουρνάρη κατά την έξοδο, κρατώντας στην αγκαλιά της το γιό της Σπύρο και από το χέρι τον άλλο γιό της τον Κώστα, όταν τραυματίστηκε ο Στουρνάρης φώναξε: «Πουείστι πιδιάμ κλιφτόϊπουλα, πιδιά του Μακριγένη», για να του πάρουν το κεφάλι. Αλλά τα τελευταία δυό από τα Μακρυγενόπουλα που είχαν μείνει ζωντανά, προηγούνταν του Στουρνάρη και είχαν σκοτωθεί πριν αυτός τραυματιστεί. Αυτά τα αφηγούνταν η μάνα τους στον Κώστα και στο Σπύρο. Ο Σπύρος τα μετέφερε στις νύφες του {συζύγους των γιών του [που δεν ευκαιρούσαν να κάθονται και ν’ ακούνε], με την παραγγελιά να τα λένε στα παιδιά τους} και από αυτές σώθηκαν στην παράδοση της Οικογένειας Ακριβάκη. Αλλαξε το επώνυμο των Κώστα και Σπύρου Μακρυγένη σε Ακριβάκη, γιατί η μάνα τους κατάφυγε με αυτά στη στάνη του πατέρα της του Ακρίβου και εκεί μεγάλωσαν. Ετσι αυτά, επειδή τα άλλα παιδόπουλα τα φώναζαν Ακριβάκια, έμειναν με αυτό το επώνυμο. Κλείνει η παρένθεση.
Το 1822-1823 ο Καραϊσκάκης είχε έδρα και την Καστανιά με 400 παλληκάρια και καλοδέχθηκε τον Κασομούλη στο σπίτι που έμενε. Τα αφηγείται αυτά στα απομνημονεύματά του ο Κασομούλης. Πιθανολογώ ότι το σπίτι που είχε το «στρατηγείο» του ο Καραϊσκάκης, ήταν των προγόνων μας (του Κλήμου και εμού) και το προτίμησε ο Καραϊσκάκης γιατί ήταν μεγάλο και προσηλιακό. Η Καστανιά είχε βόρειο προσανατολισμό. Και το χειμώνα ο ήλιος, που ήταν αναγκαίος για τον ασθενικό Καραϊσκάκη, έβλεπε μόνο το κάτω μέρος του χωριού όπου ήταν το σπίτι των προγόνων μας, (αυτό κτίστηκε μετά το κάψιμο του χωριού και του σπιτιού τους το 1767), Όμως κάηκε και αυτό στη δεκαετία του 1860 σε μια από τις επαναστατικές εξεγέρσεις των Θεσσαλών. Ξαναχτίστηκε, σε άλλη θέση, από τον παππού μου το Ζαχαράκη στη δεκαετία του 1870 (είναι το άσπρο της φωτογραφίας). Κάηκε όμως κι’αυτό το 1948 στον εμφύλιο. Το μικρό της φωτογραφίας είναι το τελευταίο που κτίσαμε εμείς).
Αυτά, και ευχαριστώ το Γιώργο Κλήμο που μου έδωσε γνώση και αφορμή να τα γράψω σήμερα εγώ, ο Γιώργος Ζαχαρόπουλος.