Τις 11 Αυγούστου 2017 στο χώρο του Προφήτη Ηλία στην Καστανιά ο νεοσύστατος Σύλλογος Καστανιάς οργάνωσε μπροστά σε πλήθος Καστανιωτών μια ωραία εκδήλωση - ημερίδα με ομιλητές τους: Γεώργιο Αθ. Κλήμο και Αθηνά Κ. Ζαχαρού - Λουτράρη. Από την εκδήλωση αυτή δημοσιεύουμε την εισήγηση του Γ. Κλήμου με κάποιες σχετικές φωτογραφίες
Η Καστανιά και Μούχα στην περίοδο 1830-1881.*
Γεωργίου Αθ. Κλήμου
Ο καθορισμός των ορίων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έγινε το 1832 από 5/μελή Οροθετική Επιτροπή αποτελούμενη από αξιωματικούς των χωρών Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ελλάδος και Τουρκίας. Η οροθετική αυτή γραμμή άφηνε τη Μούχα στο Ελληνικό και την Καστανιά στο Τούρκικο. Στη διαχαραχθείσα γραμμή η Ελληνική Κυβέρνηση εγκατέστησε 31 σταθμούς. Στη γειτονική προς την Καστανιά περιοχή είχε τους στρατώνες τής Μολόχας, του Ιτάμου πλησίον της Μούχας και της Καρύτσας. Το ίδιο έπραξε και η άλλη πλευρά. Η Καστανιά απετέλεσε συνάμα και έδρα Τουρκικού Επαρχείου (διοικητικής περιφέρειας ενός ή περισσότερων οικισμών) και Στρατιωτικού Σταθμού με επικεφαλής Γιούμπαση (αξιωματικό). Πέραν των στρατώνων στην περιοχή της Μούχας ιδρύθηκε το 1845 και Λοιμοκαθαρτήριο, για έλεγχο και παραμονή των εισερχομένων - εξερχομένων από τα λοιμώδη νοσήματα της πανώλης, χολέρας και τύφου. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η Καστανιά αναβαθμίστηκε μεν από τουρκικής πλευράς ως σημαίνουσα στρατιωτική θέση, υποβαθμίστηκαν όμως οι συνθήκες ζωής των ντόπιων Καστανιωτών με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοί της να την εγκαταλείπουν οριστικά και να αναζητούν την τύχη τους σε άλλα μέρη.
Το κοινό συμβιβαστικό της Καστανιάς και Μούχας του 1884, που είχαμε την τύχη να εντοπίσουμε στην έρευνά μας και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό, περί μιας ενιαίας περιφέρειας, είναι χαρακτηριστικό της διαίρεσης των δύο οικισμών: « ότι αποτελούντες μίαν κοινοτικήν περιφέρειαν των χωρίων τών προ της απελευθερώσεως του Ελληνικού Βασιλείου ...το έτος 1833, ότε η Ελληνο-τουρκική Επιτροπή η διορισθείσα προς διαχωρισμόν του ορίου του παραχωρηθέντος προς την τότε ελευθέραν Ελλάδα μέρους έθεσεν όρια το μέσον των δύο τούτων χωρίων, ήτοι την μεν Καστανιάν αφήκε μέσα εις την δούλην Ελλάδα, την δε θέσιν Μούχα, αποτελούσα μέρος της κοινοτικής περιφερείας Καστανιάς παρεχώρησεν προς την ελευθερωθείσαν τότε Ελλάδα».
Αυτή η διχοτόμηση της μιας και ενιαίας περιφέρειας της Καστανιάς δημιούργησε σωρεία προβλημάτων στην περιοχή. Βρέθηκαν ξαφνικά οι Καστανιώτες που ανήκαν στο τούρκικο να έχουν ιδιοκτησίες στο Ελληνικό και να τους απουσιάζει ο μεγάλος ζωτικός χώρος της κτηνοτροφίας. Αλλά και το αντίστροφο Μουχιώτες να έχουν περιουσίες στο Τούρκικο και αυτοί να μένουν στο Ελληνικό. Σίγουρα στη μεθοριακή γραμμή της περιοχής, όπου υπήρχαν τρεις κούλιες για έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων, θα συνέβαιναν καθημερινά επεισόδια. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις και μια αγελάδα βόσκοντας στο δάσος θα μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά στο …εξωτερικό και να δημιουργήσει σε στιγμές έντασης προβλήματα.
Ένα χρόνο μετά την οροθετική γραμμή το 1833 η Γραμματεία (Υπουργείο των Εκκλησιαστικών) σε συνεργασία με τους Βαυαρούς του Βασιλιά Όθωνα εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο όσα μοναστήρια της ελεύθερης Ελλάδας είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς, αυτό αφορούσε και τη Μούχα, έπρεπε να κλείσουν. Τότε (1833-1839) μεταξύ Μούχας και αρμόδιων υπηρεσιών αναπτύχθηκε μια αλληλογραφία 11 εγγράφων, όπου οι κάτοικοι της Μούχας, στους οποίους ασφαλώς συμμετείχαν και πολλοί Καστανιώτες που είχαν επιλέξει το Ελληνικό ως τόπο διαμονής των, υποστήριζαν με θέρμη ότι η Μονή της Μούχας δεν μπορεί να κλείσει καθόσον είναι και εφημεριακή εκκλησία των κατοίκων τής γύρω περιοχής και συνάμα των στρατευμάτων της μεθοριακής γραμμής και του προσωπικού υγειονομικών καταστημάτων.
Ένα χρόνο μετά η πρόταση του Διοικητή Ευρυτανίας προς την Πολιτεία ήταν να παραμείνει η Μονή Μούχας ως έχει (εφημεριακή) αλλά να παραδοθεί η Κάρα του Αγίου Τρύφωνα σε ένα των μοναστηριών της Ευρυτανίας –προφανώς του Προυσσού ή της Τατάρνας. Και τι έγινε στην παραπάνω αξίωση των αρχών; Η απόφαση πυροδότησε το ήσυχο κλίμα της εποχής, προσέβαλε ιδιαίτερα τους Καστανιώτες που θεωρούσαν δικό τους θησαύρισμα την κάρα του αγίου που κατείχαν από το 1777 και μετανάστευσαν μαζί με την κάρα στο Τούρκικο, όπου από τότε μόνιμα πια παραμένει στον ιερό της ναό. Η ελληνική διοίκηση τότε την αναζήτησε, από την τουρκική (Καϊμακάμη της Λάρισας) χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Έχουμε δηλ. και διπλωματική εμπλοκή.
Το 1836 στην επαρχία Ευρυτανίας, που υπαγόταν η Μούχα, συστήθηκε στα χαρτιά ο Δήμος Ελλοπίας με έδρα τη Μούχα και υπαγόμενα σ’ αυτόν τα χωριά: Καρύτσα, Μπελοκομύτη, Καροπλέσι, Σπινάσα, Μικροχρύσου και Πριντζέσια. Ο σχεδιασμός όμως αυτός δεν ευτύχησε να περπατήσει καθώς ένα μήνα μετά και πριν επίσημα δημοσιευθεί το σχετικό ΦΕΚ ο παραπάνω σχεδιαζόμενος Δήμος καταργήθηκε και συγχωνεύθηκε στο Δήμο Κτημενίων με έδρα το Φουρνά και υπαγόμενο σ’ αυτό χωριά: το Κλειτσό, Κορίτσα, Βράχα, Αραχωβίτσα (Πετράλωνα), Χόχλια, Έλοβα (Άγιο Χαράλαμπο), Αγία Τριάδα, Αγία Παρασκευή, Δομνιανοί, Μαυρόλογγος. Σπινάσα, Μολόχα, Μούχα, Καρύτσα, Μικρό Χρύσου, Πριντζέσι, Σαραντάπορο, Γιαννουσέικα, Καροπλέσι και Μπελοκομύτη. Η παρ’ ολίγο σύσταση του Δήμου Ελλοπίας με έδρα τη Μούχα δεν πέρασε απαρατήρητη γι’ αυτό και η λαϊκή μούσα διέσωσε το σκωπτικό πεντάστιχο: ΄΄ Τζέσια, Μπέσια και Πριντζέσια/ και Μεγάλα Καροπλέσια/ και Μικρή Κουτσοπαπούλου/ με πρωτεύουσα τη Μούχα/ με τα δεκαοχτώ καλύβια΄΄. Λανθασμένα αποδίδεται σήμερα στην περιοχή ότι μεταξύ 2ου και 3ου στίχου παρεμβαλόταν η φράση ΄΄και Μεγάλη Καστανιά΄΄ καθότι τότε στο σχεδιαζόμενο Δήμο Ελλοπίας η Καστανιά ήταν στο Τούρκικο. Φαίνεται αυτό είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων και καμιά σχέση δεν έχει με την ιστορική πραγματικότητα.
Η υπαγωγή της Μούχας στο Δήμο Φουρνά κράτησε περί τα 40 χρόνια οπότε το 1877 τα 9 τελευταία χωριά (Μολόχα, Μούχα, Καρύτσα, Μικρό Χρύσου, Πριντζέσι, Σαραντάπορο, Γιαννουσέικα και Μπελοκομύτη περιελήφθησαν στο νέο Δήμο Δολόπων με έδρα το Καροπλέσι, όπου έτσι τα βρήκε η απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Υπενθυμίζω πως αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το έτος 1883, ο οικισμός της Μούχας αποσπάστηκε από το Δήμο Δολόπων και ως οικισμός της Καστανιάς εντάχτηκε στον νεοϊδρυθέντα Δήμο Ιτάμου με πρωτεύουσα το Ζωγλόπι (Ραχούλα).
Παρατηρούμε ότι η ονομασία Κουτσοπαπούλου στα επίσημα στοιχεία των οικισμών προ του 1880 δεν περιλαμβάνεται πράγμα που επιβεβαιώνει πως δεν είχε ακόμα οργανωθεί και επαληθεύει την πληροφορία πως ήταν απλώς ένα τοπωνύμιο που ανήκε αρχικά στο Ζωγλόπι. Με την οριοθέτηση η περιοχή έμεινε στο Ελληνικό, κατοικήθηκε από δύο οικογένειες της Μούχας (Ντάλη και Μπολτσή) και έτσι η Κουτσοπαπούλου ως οικισμός περιήλθε στον οικισμό της Μούχας.
Η ληστεία από την άλλη πλευρά όλη αυτή την περίοδο είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις. Το 1843 συστήθηκε η εθνοφυλακή για την καταδίωξή της και την ασφάλεια της υπαίθρου. Στη θέση Καταστήματα της Μούχας γίνονταν οι συναλλαγές των κατοίκων των κοντινών χωριών της ελεύθερης Ελλάδος (Ευρυτανίας) με αυτά των τουρκοκρατούμενων. Σε όλη την έκταση της κορυφογραμμής παρατηρούνται τάφοι που κλείνουν μέσα τους φρουρούς των φυλακίων και κατοίκων της περιοχής ή ανταρτών που, καθώς επιχειρούσαν να παραβιάσουν την μεθόριο, δέχονταν τα πυρά της μιας ή της άλλης πλευράς. Η ζωή των κατοίκων της μεθορίου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Κακοποιά στοιχεία τη διέβαιναν καθημερινά. Έλληνες φυγόδικοι, κατά κανόνα, εγκατέλειπαν το ελληνικό και κατέφευγαν στο τούρκικο και Τούρκοι στο ελληνικό. Εκβιασμοί, ληστείες, φόνοι, ανασφάλεια είχαν γίνει η καθημερινότητά τους.
Αυτή την περίοδο 1844-1845 η Κυβέρνηση επανέφερε το θέμα «Περί αμοιβής των υπέρ πατρίδος αγωνισαμένων και θυσιασάντων» και συνέστησε την Εθνοφυλακή (Δημοφυλακή) με παλαιούς αγωνιστές του ’21 για την καταπολέμηση της ληστείας. Στην Εθνοφυλακή με βεβαιότητα μπορούμε να κατατάξουμε τους Κων. Σπαθάρα, από Μούχα, Γενικό φροντιστή του στρατοπέδου του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, και Μήτρο Αγραφλή από Καστανιά. Σημειώνουμε πως μετά την απελευθέρωση του 1830 επτά Καστανιώτες που ζούσαν εκτός της Τουρκικής Κατοχής και ένας Μουχιώτης, αριθμός πολύ μεγάλος σε σύγκριση με όμορες περιοχές, υπέβαλαν τα δικαιολογητικά τους για αναγνώριση των υπηρεσιών τους στον Εθνικό Αγώνα και διεκδίκηση κάποιων προνομίων.
Το άναρχο κλίμα με τη ληστεία και η εγκατάσταση Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή δημιούργησαν ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοί της να την εγκαταλείπουν. Από έναν κατάλογο συνδρομητών της Ακολουθίας του Αγίου Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, που εκδόθηκε το 1849 στην Πόλη, πληροφορούμαστε πως επτά (7) συνδρομητές του καταγόμενοι από Καστανιά κατοικούσαν στην Πόλη, έξι (6) στην Λάρισα και ένας (1) στα Τρίκαλα. Στη Λάρισα δε οι Καστανιώτες είχαν δημιουργήσει πέραν των έξι οικογενειών που αναφέραμε μια ισχυρή παροικία με ισχυρότατο άνδρα τον ιατρό Αν. Ζαρμάνη (....-1904), μετέπειτα βουλευτή και δήμαρχο Λάρισας και τον ιατροφιλόσοφο Σέργιο Κοντόπουλο (1799-1848) που στο ναό του Αγίου Αθανασίου της παλιάς συνοικίας Παράσχου της Λάρισας με έξοδά του αγιογραφήθηκαν οι εικόνες των Σωτήρος, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και του Αγ. Αθανασίου που έντονα του θύμιζαν τους 4 ναούς της γενέτειράς του Καστανιάς.
Το Γενάρη του 1854, συνέχεια των πόθων του Ελληνικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, ξεσπά στην Ηπειροθεσσαλία η Επανάσταση του 1854. Η εμφάνιση πλήθους επαναστατών στη Μονή Σπηλιάς φέρει ενθουσιασμό στο κόλι (τμήμα) Κούτσουρου που περίπου ταυτιζόταν με τον μετέπειτα Δήμο Ιτάμου και τις 22 Φεβρ. οι Πρόκριτοί του στην Καστανιά συντάσσουν προς τους Πανέλληνες και τις προστάτιδες Δυνάμεις Προκήρυξη «...δράξαντες και πάλιν τα καριοφίλια και τας σπάθας εις τας χείρας μας... ορμώμεν κατά των βαρβάρων διά να τους αποδιώξωμεν εκ της πατρώας γης. ...Εν Καστανιά των Αγράφων τη 22 Φεβρουαρίου 1854. Οι πρόκριτοι των χωρίων του τμήματος Κουτσούρου». Την προκήρυξη υπογράφουν Δ. Κ. Γούζιος, Χρ. Μουρλής, Ν. Χ. Σιαπιάδης; από Καστανιά και Χρ. Νικολάου από Μούχα. Το Μάρτη μήνα εισέρχεται στη Θεσσαλία με τα στρατεύματά του ο υποστράτηγος και υπασπιστής του Όθωνα Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Τον πρόσκαιρο όμως ενθουσιασμό στην περιοχή επισκιάζει η επί δίμηνο εδώ παραμονή και απραξία, λόγω πικρίας στην προαγωγή Χατζηπέτρου, του άστατου και απείθαρχου υποστρατήγου Θεόδωρου Γρίβα, και άλλων σωματαρχών της Ευρυτανίας. Έγγραφο της εποχής αναφέρει ότι η Καστανιά αρχές Μαΐου ήταν ένα στρατόπεδο 2.000 ψυχών (οι παραπάνω αναφερόμενοι, για καλύτερη ασφάλεια, είχαν μαζί και τις οικογένειές των). Φανταστείτε τι μεγάλα προβλήματα στέγασης, σίτισης ή και απειθαρχίας δημιούργησε το στρατόπεδο αυτό στην περιοχή. Στο Υπουργείο Εξωτερικών που επισκέφτηκα υπάρχει έγγραφο-διαμαρτυρία των Καστανιωτών που απευθυνόταν στην ελληνική διοίκηση που όμως, αν και μου δόθηκε η άδεια να μελετήσω το σχετικό φάκελο προ της έκδοσης του βιβλίου μου δεν κατέστη δυνατό.
Μετά το Επαναστατικό κίνημα του 1854 ξεσπά αυτό του 1866-1869. Μετά την εγκατάσταση φρουράς στη γέφυρα Κοράκου της Αργιθέας μια ομάδα επαναστατών με αρχηγούς τους Κυριάκο, Καραούλη και Κορκόντζηλο από 200 άντρες κατευθύνθηκε προς το Νεοχώρι. Ο Καραντίναγας (υγειονόμος) της Καστανιάς ΄΄ακούσας τον εις Νεοχώρι πόλεμον των επαναστατών εφόνευσε διά πυροβόλου όπλου΄΄ το γραμματέα του Γεώργιο Ζωγλοπίτη, αδελφό του Πάνου Ζωγλοπίτη από το Ζωγλόπι, ΄΄λόγω ότι ο ειρημένος νέος αστεϊζόμενος ενίοτε μετ’ αυτού τω έλεγεν, ότι εάν έλθωσι οι επαναστάται θα παραδώση τον ειρημένον Καραντίναγα από το παράθυρον΄΄. Το τραγικό αυτό γεγονός προκάλεσε φρίκη και τρόμο στους Καστανιώτες ΄΄οίτινες την αυτή νύκτα προσεκάλεσαν τους επαναστάτες εις το χωρίον των, και παρ’ αυτών βοηθούμενοι επανεστάτησαν και μετέφεραν τας οικογενείας των εις την ελευθέραν Ελλάδα, αυτοί δε ηνώθησαν με το σώμα των επαναστατών΄΄.
Μετά το γεγονός αυτό οι επαναστάτες εισήλθαν εσπευσμένα τα χαράματα της 24ης Νοεμβρίου 1866 στην Καστανιά, την οποία φρουρούσαν 80 Αλβανοί υπό την αρχηγίαν γιακούμπεη (Τούρκου αξιωματικού). Η επίθεση άρχισε λίγο πριν τα χαράματα. Η τουρκική φρουρά οχυρωμένη αρχικά σε οχτώ σπίτια μετά από σφοδρές οδομαχίες και πυρπολήσεις οικημάτων τους από τους επαναστάτες, αναγκάσθηκε να περιορισθεί σε τέσσερα. Την επομένη 25 Νοεμβρίου η τουρκική φρουρά περιορισθείσα σε τρία σπίτια και αμυνόμενη καρτερικά πληροφορήθηκε ότι έσπευδε για βοήθειά της δύναμη από 400 άνδρες ΄΄…προτεταγμένους έχουσα μερικούς δυστυχούς ραγιάδες, τους οποίους παρέλαβον οι Τούρκοι εκ των καθ’ οδόν χωρίων βιαίως΄΄. Μπροστά στην παραπάνω εξέλιξη οι επαναστάτες λίγο προ της δύσης του ηλίου θεώρησαν φρόνιμο να αποσυρθούν.
Η πληροφορία που ανέγνωσα προηγουμένως για μεταφορά Καστανιωτών στην Ελεύθερη Ελλάδα εξηγεί και κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο γιατί πολλοί Καστανιώτες στα παλιά Μητρώα Αρρένων έχουν ως τόπο γέννησης Μούχα, Σπινάσα, Κουφάλα κλπ. Αλλά και γιατί πολλοί Καστανιώτες του 1882, κατά τη σύνταξη του πρώτου εκλογικού καταλόγου αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, παρουσιάζονται ως κάτοικοι της θέσης Κρανιάς, όπου την περίοδο αυτή προσωρινά εγκαταστάθηκαν. Συγκεκριμένα δημότες Καστανιάς με βάση τον τόπο διαμονής των το 1882 παρουσιάζονται μονάχα 8 Καστανιώτες, ενώ Κρανιάς, κοντά στη θέση Κουτσοπαπούλου, 69. Καμία αναφορά για Καστανιώτες με τόπο διαμονής τη Λάρισα.
Το τελευταίο Επαναστατικό κίνημα των υπόδουλων μερών της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδος που έφερε και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας είναι αυτό του 1877-1878. Οι Τούρκοι κατά την περίοδο αυτή λόγων των πολλών κινημάτων είχαν εγκαταλείψει την τακτική να έχουν στην ορεινή περιοχή φρουρές και περιορίσθηκαν στο Φανάρι, Καρδίτσα κλπ. του πεδινού χώρου. Στο τούρκικο επικρατούσε απειθαρχία και λεηλασία. Ένα μικρό δημοσίευμα της εφ. Εθνικόν Πνεύμα της 20-6-1877 ενδεικτικό της τότε κατάστασης αναφέρει: «Περί τους 30 χουντουτιέδες εις το χωρίον Καστανιά, τρία τέταρτα απέχον από του ελληνικού στρατώνος Ιτάμου, συνομόσαντες επεδόθησαν εις τον ληστρικόν βίον. Διηρέθησαν δε εις τρία ίσα μέρη και κατέλαβον τας κυριωτέρας οδούς. Οι κάτοικοι επί 24 ώρας έντρομοι έμενον κεκλεισμένοι και ωχυρωμένοι, την δε επιούσαν ανώτερός τις αξιωματικός ελθών ενήργησε προς το θεαθήναι ανακρίσεις. Οι χουντουτιέδες εξακολουθούσι λιποτακτούντες διότι επί δύο έτη δεν έλαβον μισθούς»
Αυτό το Κίνημα έφερε και την ποθητή απελευθέρωση της Θεσσαλίας για την οποία αγωνίσθηκαν γενεές και γενεές και οδηγηθήκαμε στον ελεύθερο σήμερα πολιτικό βίο της Ελλάδας. Πριν όμως τελειώσω θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στην παροικία των Καστανιωτών της Λάρισας. Γιατί οι Καστανιώτες δεν κατέφευγαν στην ελεύθερη τότε Ελλάδα και εγκαθίσταντο στην τουρκοκρατούμενη. Η απάντηση είναι πως μάλλον αυτή η παροικία είχε τις ρίζες της από παλιά μια και η Λάρισα επί Τουρκοκρατίας ήταν το μεγάλο εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Και γιατί η μνήμη των Καστανιωτών δεν διέσωσε το γεγονός της εκεί παροικίας. Οι ρίζες, των ανθρώπων αυτών με την Καστανιά διεκόπησαν, φαίνεται, οριστικά τα χρόνια αυτά και από την τότε παροικία δε διασώθηκε παρά μόνο το όνομα της οικογενείας Μακρή που ένας εκπρόσωπός της, ο ιατρός Ευρυπίδης Αθ. Μακρής, το 1929 δώρησε το πατρογονικό του οικόπεδο στην Καστανιά, σήμερα ανήκει στον ΟΤΕ, και μια οδός φέρει τιμητικά το όνομά του. Ο παραπάνω σημειώνω ήταν και δωρητής-ευεργέτης των πόλεων Λάρισας και Βόλου.
* Από εκδήλωση- ημερίδα που οργάνωσε στο χώρο του Προφήτη Ηλία Καστανιάς τις 11 Αυγ. ο νεοσύστατος Πολιτιστικός Σύλλογος Καστανιάς και Μούχας ΄΄Ο Άγιος Τρύφων’΄΄. Δημοσιεύθηκε και στην εφ. Νέος Αγών της Καρδίτσας στις και 19 και 20 Αυγ. 2017.