«1939 / Δεκεμβρίου 27 άρχισε να χιονίζει.
1940 / Από του Αγίου Βασιλείου συνέχισε. Από τας 9 Ιανουαρίου μέχρι 12 ιδίου, συνέχεια, έρριξεν 1,90 μ χιόνι, ψυχρό ελαφρόν. Ξεχιόνισα όλα τα σπίτια, αποκλειστήκαμεν από Καρδίτσα και τα ζώα να πίνουν νερό μέσα μέχρι 25 ιδίου μηνός, ήτοι ημέρες 24. Έγινε μεγάλη πλημμύρα, επνίγη η Καρδίτσα, εισήλθεν εις τα εμπορικά, κατέρρευσαν πολλαί οικίαι, του δε Γιοβάννη υπέστη ρήγματα και την εγκατέλειψαν.»
Το ιδιόγραφο αυτό κείμενο του πατέρα μου, μου θύμισε τις συνέπειες που είχε σ’εμένα αυτή η ιδιαίτερα βαρειά χιονόπτωση. Δεν είχα ακόμα κλείσει τα 12, μαθητής δευτέρας οχταταξίου Γυμνασίου Καρδίτσας, όταν πήγα στην Καστανιά για τις διακοπές των Χριστουγέννων. ‘Αρχισαν τα μαθήματα κι’εγώ βρέθηκα αποκλεισμένος. Ο δρόμος δεν ήταν βατός ούτε για τα μουλάρια.
Έτσι πέρασαν δύο εβδομάδες υποχρεωτικής αποχής από τα μαθήματα. Τότε μόνο η οικογένειά μου επέτρεψε να επιχειρήσω την ηρωική μου έξοδο. Είχαμε πληροφορίες ότι ο δρόμος ήταν βατός για τα μουλάρια από το Ζωγλόπι (σημερινή Ραχούλα) προς την Καρδίτσα. Έπρεπε λοιπόν να φθάσω με τα πόδια στο Ζωγλόπι, απόσταση καθόλου αμελητέα, σε δύσβατο τοπίο. Με συνόδευσε ο υπάλληλος του μαγαζιού μας Ζαχαρίας Χαβδούλας. Για να μην βυθιζόμαστε στο χιόνι, φορέσαμε κάτω από τα παπούτσια «κλάπες». Ήταν ένα ξύλινο πλέγμα που εμπόδιζε αρκετά το βύθισμα στο χιόνι.
Φθάσαμε κατάκοποι στο Ζωγλόπι και φιλοξενηθήκαμε για κάμποση ώρα στο σπίτι της Αρετής Γριμπογιάννη που ήταν η δασκάλα μου στο Δημοτικό. Αφού ξεκουραστήκαμε και γευτήκαμε το νοστιμότατο λουκάνικο που μας προσέφερε η Αρετή, ξεκίνησα για Καρδίτσα καβάλα σ’ένα γερό μουλάρι. Ο Ζαχαρίας επέστρεψε στην Καστανιά.
Μόλις άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, συνέβη η καταστροφική πλημμύρα για την οποία έγραψε ο πατέρας μου, όταν έσπασαν τα αναχώματα στο ποτάμι Καράμπελη. Ήμουν φιλοξενούμενος στην οικογένεια του Γιάννη Γιοβάννη που ήταν παντρεμμένος με τη μικρότερη αδερφή της μητέρας μου Φωτεινή. Είχαν δύο μικρά παιδιά, την Πατρούλα και τον Τόμη. Το σπίτι τους, όπως τα περισσότερα σπίτια της Καρδίτσας τότε, ήταν κτισμένο με «πλιθιά» (πλίνδους). Μέχρι κάποιο ύψος, πάνω από το έδαφος είχε λιθοδομή. Όταν το ύψος του νερού ξεπέρασε τη λιθοδομή, υπήρχε κίνδυνος να «μουλιάσουν» τα πλιθιά και να επηρεασθεί άμεσα η στατική του σπιτιού. Αποφασίστηκε λοιπόν η εγκατάλειψη του σπιτιού. Απέναντι, υπήρχαν δημόσια κτίρια στέρεα και ασφαλή. Μας μετέφερε εκεί ο θείος Γιάννης στους ώμους του, διασχίζοντας ένα φαρδύ δρόμο που είχε μεταβληθεί σε ορμητικό ποτάμι. Από το κτίριο αυτό παρατηρούσαμε τα πλινθόκτιστα σπίτια που γκρεμίζονταν και τα έπιπλά τους να ταξιδεύουν πάνω στους δρόμους που είχαν μεταβληθεί σε ποτάμια.
Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε στο καταφύγιό μας. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι, η πενταμελής οικογένειά μας βολεύτηκε στο ασφαλές διώροφο σπίτι του Αριστείδη Λέμα, μαζί με την εφταμελή οικογένειά του. Ο Αριστείδης Λέμας ήταν ο σύζυγος της άλλης αδερφής της μητέρας μου, της αλησμόνητης Χρυσούλας. Εκεί παραμείναμε μέχρι το Μάιο του 1941, όταν επιστρέψαμε στο πλημμυροπαθές σπίτι, αφού είχαν γίνει οι απαραίτητες επισκευές.