Γράφει ο Γιώργος Κλήμος*
* (Ο Γιώργος Κλήμος είναι δάσκαλος από το Καταφύγι με ρίζες από Καστανιά, καθότι η μητέρα του Βαΐτσα ήταν κόρη του Μ. Ζαχαρού, και συγγραφέας του βιβλίου (Ιστορικά στοιχεία Καστανιάς και Μούχας Αγράφων, Καρδίτσα 2010), από όπου αντλεί και το μικρό ιστορικό χρονικό που ακολουθεί.)
Το όμορφο χωριό των Αγράφων Καστανιά οφείλει το όνομά της στο γνωστό ομώνυμο φυτό που φύεται σε όλη την ηπειρωτική και νησιώτικη Ελλάδα. Σε όλη τη μακρόχρονη ιστορία της συναντάται ως Καστανέα, Καστανία και Καστανιά- που είναι και το σημερινό καθιερωμένο όνομά της. Από τις ομώνυμες κοινότητες της όμορης περιοχής ξεχωρίζει ως Καστανιά ή Μεγάλη Καστανιά Αγράφων κατ’ αντιδιαστολή από την Καστανιά Ασπροποτάμου - Τρικάλων και την Καστανιά Αρακυνθίων - Ευρυτανίας. Την ίδρυσή της, τουλάχιστον με βάση απογραφές των Τούρκων, την αναγάγουμε στην περίοδο 1430-1454. Τότε υπήρξε ένας οικισμός με 33 οικογένειες κατά την πλειοψηφία των ελληνικές. Έκτοτε συναντάται σε όλες τις περιόδους της ιστορίας μας δίνοντας το δικό της παρόν σ’ όλα τα μεγάλα ειρηνικά και πολεμικά γεγονότα της πατρίδας μας. Περίφημη υπήρξε και η σχολή γραμμάτων της (17ου -19ου αι.) που έδωσε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τους δύο Οικουμενικούς Πατριάρχες, Καλλίνικο Β΄ (3-11/1688, 1689-1693, 1694-1702 ) και Σεραφείμ Α΄ (1733-1734), τον πολυγραφότατο βιογράφο αγίων Ιωνά τον Καυσοκαλυβίτη (+1765), τον ιατροφιλόσοφο Λάρισας Σέργιο Κοντόπουλο (1799-1848), τον Αναστάσιο Ζαρμάνη, βουλευτή Ν. Λάρισας (1881,1887) και δήμαρχό της (1889-1903) κ.λπ.
Στην κοινότητα Καστανιάς ανήκει και ο οικισμός Μούχα που κι αυτή δεν υπολείπεται σε βάθος χρόνου. Την πρωτοσυναντάμε την περίοδο 1520-1540 με το αυτό όνομα, ενώ στο τέλος του 17ου αιώνα συναντάται και ως Παλαιά Μούχα ή Παλαιομούχα. Στην περιφέρεια αυτού του οικισμού υπήρξε και το γνωστό μοναστήρι Γεννήσεως της Θεοτόκου Μούχας, ιδρυθέν προ του 1789.
Στην Καστανιά και στον ιερό της ναό διασώζεται και σήμερα από το έτος 1779 ως προσκύνημα η κάρα του Αγίου Τρύφωνα που επί σειρά ετών εναπόκειτο στην παραπάνω μονή. Οι δύο οικισμοί, Καστανιά και Μούχα, ενώ προ της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 αποτελούσαν μια κοινότητα, με τα όρια του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους (1830) η περιφέρειά τους διχοτομήθηκε και η μεν Καστανιά έμεινε στο Τούρκικο η δε Μούχα στο Ελληνικό. Από του έτους όμως 1884 οι δύο οικισμοί, με Συμβιβαστικό των κατοίκων τους, προχώρησαν σε μια κοινή ενιαία και αδιαίρετη περιφέρεια. Η Καστανιά ευρισκόμενη σε μια από τις ωραιότερες προσβάσεις από τον κάμπο της Θεσσαλίας προς τα Άγραφα και αντίστροφα εξελίχτηκε σε κέντρο εμπορικό και διαμετακομιστικό. Η νευραλγική της αυτή θέση την κατέστησε, για κάποια χρονικά διαστήματα της Κατοχής, ως έδρα της Εθνικής Αντίστασης, ενώ και στη Μούχα είχε εγκατασταθεί τυπογραφείο της εποχής.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στην περιφέρειά της και στη θέση Κακαβάκια της Μούχας έγινε το τοξωτό Φράγμα Ταυρωπού ή Μέγδοβα- σημερινή ονομασία Νικολάου Πλαστήρα - που στη στέψη του φέρει αμαξιτή οδό και ενώνει την ανατολική με τη δυτική πλευρά των παραλίμνιων χωριών.
Σήμερα η Καστανιά, αν και δε σφύζει από ζωή, θαμμένη μέσα στο πράσινο της χλωρίδας της παραλίμνιας ζώνης προσπαθεί, όσο μπορεί καλύτερα, να καλύψει τις ανάγκες στέγασης, σίτισης και ψυχαγωγίας των παραθεριστών. Μένει κανείς να ‘ξεπεζέψει’ από το αυτοκίνητό του και να την περιεργαστεί..
Α΄. Η ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
1. Δολοπία και Καστανιά.
Η Καστανιά κατά την αρχαιότητα ανήκε στη Δολοπία, τα όρια της οποίας αρχίζανε από την περιοχή της Πάπας, παρά τη Ρεντίνα, και φτάνανε μέχρι τη Νευρόπολη που ήταν τα σύνορα με την Αθαμανία (η Αργιθέα ανήκε στην περιοχή της). Δηλαδή θα μπορούσαμε άνετα να την ταυτίσουμε με τον ορεινό όγκο των Αγράφων που καταλαμβάνει το Νότιο και Νοτιοδυτικό τμήμα του Ν. Καρδίτσας. Σύμφωνα με τον Br. Helly οι Δόλοπες αποτελούσαν ένα από τα έθνη–ιδρυτές της Δελφικής Αμφικτιονίας και συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους περιοίκους των Θεσσαλών. Κατά τις ιστορικές πηγές ήταν ασήμαντος και μικρός λαός και εξαφανίστηκε ιστορικά ως εθνότητα - χώρα από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Οι πόλεις των ήσαν λίγες και δεν τις γνωρίζουμε καλά. Οι σπουδαιότερες εξ αυτών ήσαν η Κτιμένη, οι Αγγειές και η Μενελαΐδα. Στη Δολοπία τόποι, ως οχυρώσεις και κατοικήσεις, που θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε μια πόλη είναι πολλές και μια εξ αυτών η Καστανιά με τη θέση Τσούκα πάνω από τον οικισμό και τον κωνικό της λόφο από ψαμμίτη. Το τοπίο σήμερα μαρτυρεί κάποια κατολίσθηση προς το χώρο της Καστανιάς, που άλλαξε ριζικά την αρχική του εικόνα.
2. Η Καστανιά με βάση οθωμανικές αρχειακές πηγές.
Στην απογραφή του 1454 η Καστανιά παρουσιάζεται ως τιμάριο ενός Ίσα, γιου του Καρατζά μπέη, που κατείχε και άλλους 16 οικισμούς με την παρακάτω δημογραφική εικόνα: νοικοκυριά 24, ενήλικοι άγαμοι 6 και χήρες 3, δηλαδή έναν πληθυσμό 130 κατοίκων. Προϊόντα που παρήγαγε τότε: σιτάρι, κριθάρι, βίκος, κεχρί, βρίζα, ρεβίθια, καρύδια και σταφύλια. Δεν καταγράφονται κάστανα. Το ενδιαφέρον της απογραφής συνίσταται στο ότι αυτή έχει καταγραφεί με τον βυζαντινό τρόπο, δηλαδή τα άτομα καταγράφονται με το όνομα και το επίθετό τους.
Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα η Καστανιά, με βάση άλλες οθωμανικές αρχειακές πηγές, φαίνεται ότι ανήκε στην επαρχία Αγράφων του καζά Λάρισας-Φαναρίου και στο σαντζάκι των Τρικάλων. Στην περίοδο 1666-1677, παρουσιάζεται ως το πολυπληθέστερο των γειτονικών οικισμών της περιοχής της και με πληθυσμό να μην απέχει πολύ της προηγούμενης απογραφής. Ο οικισμός φαίνεται να ήταν περισσότερο ποιμενικός, αφού οι κάτοικοί της λόγω του συνεχιζόμενου Τουρκο-βενετικού πολέμου (1645-1669) επιμερίστηκαν την υποχρέωση να αναλάβουν την αγορά 126,5 κιλών βουτύρου, όταν στους άλλους οικισμούς αντιστοιχούσε μερίδιο κάτω των 84 κιλών.
3. Το τέλος της Μεγάλης Καστανιάς με το θανατικό της (1767)
Στην προφορική παράδοση του χωριού, κοινή είναι η ομολογία περί Μεγάλης Καστανιάς που καταστράφηκε και διαλύθηκε από κάποια μεταδοτική αρρώστια και ότι πολύ λίγα νοικοκυριά διασώθηκαν. Δεν μπορούσαν όμως να προσδιορίσουν τη χρονική στιγμή. Τελευταία ο φίλος Κων. Παΐσης από την Καρύτσα με βάση εκκλησιαστικά βιβλία της περιοχής του κατέγραψε και μια που αφορά το παραπάνω τραγικό γεγονός: κάποιος ιερέας ονόματι Πολύζος που παντρεύτηκε το 1753 και χειροτονήθηκε το 1755 κατέγραψε «…κι θυμυσυ αφόντας ετυχυ το θανατικό εις την καστανιά επυ έτυ -1767 ες μυναν ηουλυου εις -25». Πράγματι το 1766 καταγράφεται στη Θεσσαλία φοβερή επιδημία πανώλης με καταστροφικά αποτελέσματα. Η πληροφορία κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική καθόσον ο παραπάνω ιερέας δεν είναι ξένος στην περιοχή, αφού είναι ο δωρητής των βημοθύρων του τέμπλου της Μονής Μούχας και σήμερα ευρισκόμενου στο ναό της Καστανιάς, όπου αχρονολόγητα αναφέρεται: ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΟΛΥΖΟΥ ΙΕΡΕΩΣ.
Λίγα χρόνια μετά, το 1809, την επισκέπτεται ο Άγγλος στρατιωτικός Ληκ και την καταγράφει, παρ’ όλη την καταστροφή που υπέστη, ως Μεγάλη Καστανιά. Και ο πρόξενος της Γαλλίας Πουκεβίλ, ένα χρόνο μετά το 1810 καλεσμένος από τον Αλή πασά, χωρίς να ταξιδέψει, με βάση προφανώς φορολογικά κατάστιχα, την καταγράφει ως οικισμό με πεντακόσια νοικοκυριά, αριθμό πολύ μεγάλο για την εποχή.
Β΄. ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
-
Η Επανάσταση του 1821
Το έτος 1822 ο Γ. Καραϊσκάκης είχε κατορθώσει να εκτοπίσει από το αρματολίκι Αγράφων τους Μπουκουβαλαίους, για την ανικανότητα που επέδειξαν στα τελευταία χρόνια. Έδρα του, το διάστημα αυτό, πρέπει να χρησιμοποιούσε κατά κύριο λόγο τη Ρεντίνα ή την Καστανιά. Ο Κασομούλης μάς διέσωσε μια ωραία περιγραφή της φιλοξενίας του στην Καστανιά καθώς μετέβαινε προς τον Ασπροπόταμο για συνάντησή του με τον Στουρνάρη κατά το παραπάνω έτος «μετέβημεν εις Μαυρίλου … Μας έδωσαν κατάλυμα κατά το γεύμα, επειδή πλησιάζαμεν εις τα σύνορα του Καραϊσκάκη … Το εσπέρας απεράσαμεν άντικρυ εις το Αγραφιώτικον σύνορον …Μετέβημεν έπειτα εις Φουρνά… Από Φουρνά μετέβημεν εις Κλειτζόν …Το εσπέρας εφθάσαμεν εις Καστανιάν, οπού ήτον στρατοπεδευμένος ο Καραϊσκάκης με έως 400 στρατιώταις. Έδωσεν τα γράμματα ο Γαλής, επαρουσιάσθημεν και ημείς. Μας διώρισεν αμέσως κατάλυμα, και εμένα με βάσταξεν εις τον δείπνον.
Η δραστηριότης του, το οξύθυμον, το αστείον του, το προβλεπτικόν του και το παρρησιαστικόν εις το να δίδη απολογίας εις τας αναφοράς τόσον των στρατιωτικών καθώς και των επαρχιωτών, έδειχναν το μέγαν άνδραν, όστις <μίαν ημέραν> έπρεπε να φανή, καθώς εφάνη.
Περίεργος να μάθη όλην την εσωτερικήν κατάστασιν του κέντρου, άκουσεν με μεγάλην προσοχήν όσα του εδιηγήθην μετά το δείπνον, από καλωσύνην του. Με ηρώτησεν ποίον σκοπόν είχα. Του εξηγήθην ότι θέλω μεταβή έως εις τον Στορνάρην να εξετάσω διά την οικογένειάν μου… Με επρόβαλεν, αν θέλω να μείνω μαζί του…Δεν ηθέλησα να τον υποσχεθώ ούτε να μείνω, ούτε ότι θέλω επιστρέψει εις αυτόν…Με είπεν ότι: Όποτε αγαπάς, το κατάλυμά μου <σου> είναι ανοικτόν, και τράβα τα ίσια. …Το πρωί ευχαριστημένος από την επιείκειάν του, του άφησα την υγείαν και αναχώρησα διά τον Ασπροπόταμον».
Στο μεγάλο αυτό ξεσήκωμα οι Καστανιώτες ζώντας τα γεγονότα, ευρισκόμενοι σχεδόν στο κέντρο των Αγράφων, δε διστάζουν με μικρά σώματα να ταχθούν κοντά σε διαφόρους οπλαρχηγούς και να συμμετάσχουν στον Αγώνα. Στο Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής μας Επαναστάσεως που φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη μετά το τέλος του Αγώνα υπέβαλαν δικαιολογητικά για αναγνώριση των υπηρεσιών τους και αποζημιώσεις από Καστανιά και Μούχα οι παρακάτω (ο αριθμός σε σύγκριση με άλλα χωριά των θεσσαλικών Αγράφων θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός):
1) Γιαννακόπουλος Δημήτριος του Κων. 2) Γούζιος Δημήτριος του Κων. 3) Ζήσης Κων. 4) Θεολόγου Δημήτριος 5) Σπαθάρας Κων. 6) Τζακάρογλου ή Σταμάτης Ευάγγελος και 7) Φαρμάκης Αργύρης του Δήμου.
2. Η Επαναστατική Προκήρυξη Καστανιάς 22-2-1854
Συνέχεια των πόθων του Ελληνικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία είναι και η Επανάσταση του 1854 που την υποστήριξαν οι νεαροί βασιλείς και τα πολιτικά κόμματα. Καθώς η εξέγερση στο χώρο των Αγράφων είναι καθολική οι πρόκριτοι του κόλι (τμήματος) Κουτσούρου μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού προσέρχονται στην Καστανιά και συντάσσουν την παρακάτω επαναστατική προκήρυξη.
«Πανέλληνες
Επί αιώνας τέσσαρας, υπό την τυραννίαν των βαρβάρων διατελούντες και μη δυνάμενοι καθ’ ο Έλληνες και ημείς να ανεχθώμεν τας κακώσεις, τας ατιμίας, την διακόρευσιν των παρθένων μας, τους φόνους των του Υψίστου λειτουργών μας, τους φόρους με τους οποίους κατά τα τελευταία μάλιστα έτη επεβάρυναν οι βάρβαροι ούτοι, δράξαντες και πάλι τα καριοφίλια και τας σπάθας εις τας χείρας μας, με τα οποία οι πατέρες μας ανέκτησαν την ελευθερίαν των, ορμώμεν κατά των βαρβάρων διά να τους αποδιώξωμεν εκ της πατρώας μας γης, την συνδρομήν των απανταχού της υφηλίου Ελλήνων ομογενών μας επικαλούμενοι.
Προς υμάς δε, ω αδελφοί και γείτονες Αγραφιώται, Ευρυτάνες και Λαμιείς ιδίως, αποτεινόμεθα. Συλλογισθείτε ότι ο παρών αγών είναι συνέχεια του αγώνος του 1821. Συλλογισθείτε ότι μεθ’ υμών ιδίως συνεπολεμήσαμεν του ’21 και, αν κακή μοίρα απέσπασεν ημάς από των ορίων της ελευθερωθείσης ελληνικής γης, ο Παντεπόπτης μάς ευσπλαχνίσθη τελοσπάντων, και ιδού μετ’ ολίγον ανακτώμεν την ελευθερίαν μας.
Υμείς δε αι προστάτιδες Δυνάμεις αι πάντοτε προστατεύουσαι την εστίαν των φώτων, ρίψατε βλέμμα ευσπλαχνίας προς του δυστυχείς ημάς και εν γένει Συ, ω πεπολιτισμένε λαέ της Ευρώπης, συγκινήσου από τας οιμογάς των δυστυχών γονέων, βλεπόντων τα τέκνα των κατασπαρασσόμενα, ως υπό θηρίων, υπό των βαρβάρων.
Εν Καστανιά των Αγράφων τη 22 Φεβρουαρίου 1854.
Οι πρόκριτοι των χωρίων του τμήματος Κουτσούρου, Καστανιάς, Ζωγλόπης, Μαστρογιάννη, Καταφυγίου, Τετάγης κ.λπ.
Δ. Κ. Γούζιος, Δ. Κ. Ζαχαρακόπουλος, Π. Ι. Ζογλοπίτης, Ν. Χ. Σιαπιάδης, Β. Π. Πολύζου, Χρ. Νικολάου, Χρ. Μουρλής, Τάσ. Κώστα, Γιάννης Γιαννιώτης».
3. Η Επανάσταση του 1866-1869.
Από το Επαναστατικό αυτό κίνημα που υπολείπεται σε εθνική κινητοποίηση αυτού του 1854 και είναι γνωστή ως Ηπειροθεσσαλικός Αγώνας θα παραθέσουμε το ιστορικό χρονικό της διήμερης μάχης της Καστανιάς.
Μετά την εγκατάσταση φρουράς στη γέφυρα Κοράκου της Αργιθέας μια ομάδα επαναστατών με αρχηγούς τους Κυριάκο, Καραούλη και Κορκόντζηλο από 200 άντρες κατευθύνθηκε προς το Νεοχώρι. Ο Καραντίναγας (υγειονόμος)της Καστανιάς ΄΄ακούσας τον εις Νεοχώρι πόλεμον των επαναστατών εφόνευσε διά πυροβόλου όπλου΄΄ το γραμματέα του Γεώργιο Ζωγλοπίτη, αδελφό του Πάνου Ζωγλοπίτη από το Ζωγλόπι, σημ. Ραχούλα, ΄΄λόγω ότι ο ειρημένος νέος αστεϊζόμενος ενίοτε μετ’ αυτού τω έλεγεν, ότι εάν έλθωσι οι επαναστάται θα παραδώση τον ειρημένον Καραντίναγα από το παράθυρον΄΄. Το τραγικό αυτό γεγονός προκάλεσε φρίκη και τρόμο στους Καστανιώτες ΄΄οίτινες την αυτή νύκτα προσεκάλεσαν τους επαναστάτες εις το χωρίον των, και παρ’ αυτών βοηθούμενοι επανεστάτησαν και μετέφεραν τας οικογενείας των εις την ελευθέραν Ελλάδα, αυτοί δε ηνώθησαν με το σώμα των επαναστατών΄΄.
Τότε οι επαναστάτες εισήλθαν εσπευσμένα στην Καστανιά τα χαράματα της 24ης Νοεμβρίου 1866, την οποία φρουρούσαν 80 Αλβανοί υπό την αρχηγίαν γιακούμπεη (Τούρκου αξιωματικού). Η επίθεση άρχισε λίγο πριν τα χαράματα. Η τουρκική φρουρά οχυρωμένη αρχικά σε οχτώ σπίτια μετά από σφοδρές οδομαχίες και πυρπολήσεις οικημάτων τους από τους επαναστάτες, αναγκάσθηκε να περιορισθεί σε τέσσερα. Την επομένη 25 Νοεμβρίου η φρουρά περιορισθείσα σε τρία σπίτια και αμυνόμενη καρτερικά πληροφορήθηκε ότι έσπευδε για βοήθειά της δύναμη από 400 άνδρες ΄΄…προτεταγμένους έχουσα μερικούς δυστυχούς ραγιάδες, τους οποίους παρέλαβον οι Τούρκοι εκ των καθ’ οδόν χωρίων βιαίως΄΄. Μπροστά στην παραπάνω εξέλιξη οι επαναστάτες λίγο προ της δύσης του ηλίου θεώρησαν φρόνιμο να αποσυρθούν.
Το παραπάνω γεγονός κάλυψε με άρθρο της η εφημερίδα Παλιγγενεσία των Αθηνών ( 9 Δεκ. 1866).
4. Η Επανάσταση του 1877-1878 και η απελευθέρωση της Θεσσαλίας 1881.
Στο τελευταίο αυτό επαναστατικό ξεκίνημα των υπόδουλων μερών της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδος δε θα επεκταθούμε, γιατί αρκετά έχουν γραφεί. Θα σταθούμε σε ένα μικρό δημοσίευμα της εφ. Εθνικόν Πνεύμα της 20-6-1877 ενδεικτικό της τότε κατάστασης:
«Περί τους 30 χουντουτιέδες εις το χωρίον Καστανιά, τρία τέταρτα απέχον από του ελληνικού στρατώνος Ιτάμου, συνομόσαντες επεδόθησαν εις τον ληστρικόν βίον. Διηρέθησαν δε εις τρία ίσα μέρη και κατέλαβον τας κυριωτέρας οδούς. Οι κάτοικοι επί 24 ώρας έντρομοι έμενον κεκλεισμένοι και ωχυρωμένοι, την δε επιούσαν ανώτερός τις αξιωματικός ελθών ενήργησε προς το θεαθήναι ανακρίσεις. Οι χουντουτιέδες εξακολουθούσι λιποτακτούντες διότι επί δύο έτη δεν έλαβον μισθούς».
5. Η οροθετική γραμμή του 1833 και τα μεγάλα προβλήματα της Καστανιάς.
Ο καθορισμός των ορίων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συνετελέσθη το 1832 από 5/μελή Οροθετική Επιτροπή αποτελούμενη από αξιωματικούς των χωρών Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ελλάδος και Τουρκίας. Η οροθετική αυτή γραμμή άφηνε τη Μούχα στο Ελληνικό και την Καστανιά στο Τούρκικο. Στη διαχαραχθείσα γραμμή η Ελληνική Κυβέρνηση εγκατέστησε 31 σταθμούς. Στη γειτονική προς την Καστανιά περιοχή είχε τους στρατώνες τής Μολόχας, Ιτάμου, πλησίον της Μούχας (καταστήματα) και της Καρύτσας. Το ίδιο έπραξε και η άλλη πλευρά. Η Καστανιά απετέλεσε συνάμα και έδρα Τουρκικού Επαρχείου (διοικητικής περιφέρειας ενός ή περισσότερων οικισμών) και Στρατιωτικού Σταθμού με επικεφαλής Γιούμπαση (αξιωματικό). Πέρα των στρατώνων στην περιοχή της Μούχας ιδρύθηκε το 1845 και Λοιμοκαθαρτήριο για τα λοιμώδη νοσήματα της πανώλης, χολέρας και τύφου. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η Καστανιά αναβαθμίστηκε μεν από τουρκικής πλευράς ως σημαίνουσα στρατιωτική θέση, υποβαθμίστηκαν όμως οι συνθήκες ζωής των ντόπιων Καστανιωτών με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοί της να την εγκαταλείπουν οριστικά και να αναζητούν την τύχη τους σε άλλα μέρη.
Το κοινό συμβιβαστικό της Καστανιάς και Μούχας του 1884, περί μιας ενιαίας περιφέρειας, είναι χαρακτηριστικό της διαίρεσης των δύο οικισμών: «ότε η Ελληνο-τουρκική Επιτροπή η διορισθείσα προς διαχωρισμόν του ορίου του παραχωρηθέντος προς την τότε ελευθέραν Ελλάδα μέρους έθεσεν όρια το μέσον των δύο τούτων χωρίων, ήτοι την μεν Καστανιάν αφήκε μέσα εις την δούλην Ελλάδα, την δε θέσιν Μούχα, αποτελούσα μέρος της κοινοτικής περιφερείας Καστανιάς παρεχώρησεν προς την ελευθερωθείσαν τότε Ελλάδα».
Αυτή η διχοτόμηση της μιας και ενιαίας περιφέρειας της Καστανιάς δημιούργησε σωρεία προβλημάτων στην περιοχή. Βρέθηκαν ξαφνικά οι Καστανιώτες που ανήκαν στο τούρκικο να έχουν ιδιοκτησίες στο Ελληνικό και τουναντίον και να τους απουσιάζει ο μεγάλος ζωτικός χώρος της κτηνοτροφίας. Σίγουρα στη μεθοριακή γραμμή της περιοχής, όπου υπήρχαν τρεις κούλιες για έλεγχο των εισερχομένων και εξερχομένων, θα συνέβαιναν καθημερινά επεισόδια. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις και μια αγελάδα βόσκοντας στο δάσος θα μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά στο …εξωτερικό και να δημιουργήσει σε στιγμές έντασης προβλήματα.
Η ληστεία από την άλλη πλευρά είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις. Έτσι το 1843 συστήθηκε η εθνοφυλακή για την καταδίωξή της και κατά συνέπεια για την ασφάλεια της υπαίθρου. Στη θέση Καταστήματα της Μούχας γίνονταν οι συναλλαγές των κατοίκων των κοντινών χωριών της ελεύθερης Ελλάδος (Ευρυτανίας) με αυτά των τουρκοκρατούμενων. Σε όλη την έκταση της κορυφογραμμής παρατηρούνται τάφοι που κλείνουν μέσα τους φρουρούς των φυλακίων και κατοίκων της περιοχής ή ανταρτών που, καθώς επιχειρούσαν να παραβιάσουν την μεθόριο, δέχονταν τα πυρά της μιας ή της άλλης πλευράς. Η ζωή των κατοίκων της μεθορίου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Κακοποιά στοιχεία τη διέβαιναν καθημερινά. Έλληνες εγκατέλειπαν το ελληνικό και κατέφευγαν στο τούρκικο και Τούρκοι στο ελληνικό. Εκβιασμοί, ληστείες, φόνοι, ανασφάλεια είχαν γίνει η καθημερινότητά τους. Τότε έγινε και η μεγάλη μετακίνηση των Καστανιωτών προς Λάρισα και βρέθηκε η Κάρα του Αγίου Τρύφωνα από το Ελληνικό (Μούχα) στο Τούρκικο (Καστανιά).
Θα παραλείψουμε την περιπέτεια της Μούχας ως οικισμού της στα προ της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας χρόνια (1881). Η Καστανιά με το Β. Δ. του 1883 βρέθηκε στο Δήμο Ιτάμου μέχρι το 1912 με έδρα του Δήμου το Ζωγλόπι, σημερινή Ραχούλα. Στην αρχική του σύσταση ο Δήμος περιλάμβανε τα χωριά: Ζωγλόπι, Απιδιά, Βελέσι (Δαφνοσπηλιά), Καστανιά, Καταφύγι, Μαστρογιάννη (Αμάραντο), Μπόσκλαβο (Αμπελικό), Σέκλιζα (Καλλίθηρο) και Τετάγι (Λαμπερό). Το όνομά του βέβαια ο Δήμος το όφειλε στο γειτονικό και κυρίαρχο στην περιοχή βουνό Ίταμος (υψ. 1.490 μ.), όπου φύεται το ομώνυμο αειθαλές φυτό.
Ανάμεσα στα πολλά με τα οποία έπρεπε να ασχοληθούν οι κάτοικοί της ήταν και αυτό του παραμερισμού των όποιων φιλονικιών είχαν προκύψει λόγω διχοτόμησης των δύο οικισμών (Καστανιάς και Μούχας) και την ομόφωνη απόφασή των περί μιας ενιαίας και αδιαίρετης για το μέλλον περιοχής. Το παραπάνω αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο των δύο οικισμών που ευτύχησε να αποκαλύψει η έρευνά μου και θα μας δοθεί η ευκαιρία να το παρουσιάσουμε αργότερα.
Εδώ, θεωρήσαμε σκόπιμο, να τελειώσουμε το μικρό ιστορικό χρονικό της Καστανιάς, ως μια πρώτη συμβολή στην προβολή της ιστορίας της και της δημιουργίας του απαραίτητου ψυχικού δεσμού, μέσω της ιστοσελίδας της, για το ξαναζωντάνεμά της. Στον νεοϊδρυθέντα δε Σύλλογο Καστανιάς και Μούχας δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε με την συμπαράσταση όλων μας: κ α λ ή ε π ι τ υ χ ί α.