Στις 14.8.2918, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καστανιάς – Μούχας απένειμε τιμητική πλακέτα στον Άγγελο Ζαχαρόπουλο «σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε στην κοινότητα Καστανιάς – Μούχας».
Ό Πρόεδρος του Συλλόγου, Aντιπτέραρχος ε.α., κ. Παναγιώτης Κατσαρός, παρουσίασε σύντομο βιογραφικό σημείωμα του τιμώμενου με τα σημαντικότερα επιτεύγματά του και τις αντίστοιχες τιμητικές διακρίσεις που του έχουν γίνει σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Σε τοπικό επίπεδο ανέφερε τον δρόμο Σέκλιζας – Καστανιάς με τα παρακλάδια και τις προεκτάσεις του. Σε περιφερειακό επίπεδο, ανέφερε το «Έργο Ανάπτυξης Υπογείων Υδάτων Θεσσαλίας» χάρις στο οποίο αρδεύονται εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε για τον «πρωταγωνιστικό ρόλο του τιμώμενου στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ».
Κατωτέρω παρατίθεται η αντιφώνηση του Άγγελου Ζαχαρόπουλου :
«Ευχαριστώ, αγαπητέ Πρόεδρε, ευχαριστώ, αγαπητά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου μας..
Ο Πρόεδρός μας είχε την καλοσύνη να αναφερθεί σε μερικά από τα επιτεύγματα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας.
Θα ήθελα να τονίσω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των επιτευγμάτων δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς τη στήριξη, τη συνεχή και θερμή στήριξη της συντρόφου της ζωής μου. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να της απευθύνω από αυτό το βήμα ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Ο Πρόεδρός μας είχε επίσης την καλοσύνη να αναφερθεί στις τιμητικές διακρίσεις που μου έγιναν σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι καμία απ’αυτές τις διακρίσεις δεν με συγκίνησε τόσο όσο η σημερινή. Για τον απλούστατο λόγο ότι σήμερα με τιμούν οι δικοί μου άνθρωποι, το δικό μου αγαπημένο χωριό. Με τιμούν τα παιδιά και τα εγγόνια των ανθρώπων με τους οποίους έζησα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Μαζί τους είδα το φως και ανέπνευσα τον αέρα της Καστανιάς. Μαζί τους έμαθα τα πρώτα γράμματα. Μαζί τους γνώρισα τη χαρά των παιχνιδιών, παίζοντας με τις ώρες «σκλαβάκια» και «γιαλάκα». Αυτά δεν θα μπορούσα να τα ξεχάσω, όσο πολυκύμαντη κι’αν υπήρξε η μετέπειτα ζωή μου. Για κάθε άνθρωπο, η παιδική ηλικία είναι ο παράδεισος που πέρασε ανεπιστρεπτί. Αυτό το παράδεισο αναζητούμε όλοι σε όλη μας τη ζωή. Γι’αυτό οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου της Αττικής σπεύδουν κατά χιλιάδες τα Σαββατοκύριακα να επισκεφτούν τα χωριά τους, αψηφώντας τον κίνδυνο να σκοτωθούν στο δρόμο. Πηγαίνουν για να ξαναζήσουν τις εικόνες, τις παραστάσεις, τις οσμές και τις γεύσεις της παιδικής τους ηλικίας.
Είχα την τύχη να περάσω την παιδική μου ηλικία σε ειρηνική περίοδο, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του 1940 – 1941 και όσα συνταρακτικά επακολούθησαν, στην προπολεμική Καστανιά. Σ’αυτή την περίοδο, η Καστανιά έσφυζε από ζωή. Στο σχολείο φοιτούσαν πάνω από 150 παιδιά. Τους έφερνε καλά βόλτα ο ηρωικός δάσκαλος, Κλεομένης Κανναβός. Θυμάμαι που στους ψυχρούς μήνες φτάναμε κάθε πρωί στο σχολείο κρατώντας ένα καυσόξυλο για τη σόμπα. Θυμάμαι ιδιαίτερα τα παιδιά που ερχόντουσαν από τη Μούχα, την Κουτσοπαπούλου και από μερικές μακρινές αγροικίες διανύοντας χιλιόμετρα μέσα στο χιόνι. Ήταν μία ηρωική προσπάθεια αυτών των παιδιών για να μάθουν γράμματα. Ανάμεσα στα παιδιά αυτά ήταν και ο Τριαντάφυλλος Κατσαρός, πατέρας του Προέδρου μας. Οι χειμώνες ήταν άγριοι. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που το χιόνι έφτανε τα δύο μέτρα. Κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι Καστανιώτες έβρισκαν κάποια διέξοδο και θαλπωρή στο μαγαζί του πατέρα μου. Περίπου συνομήλικοι με τον πατέρα μου, ήταν οι παππούδες και προπαππούδες των σημερινών Καστανιωτών. Σκωπτικοί εκ χαρακτήρος, οι παλαιοί Καστανιώτες, σχολίαζαν με καυστική σάτιρα τους πάντες και τα πάντα. Είχαν για κάθε συγχωριανό κάποιο «παρατσούκλι» ή ένα έμμετρο σχόλιο που ταίριαζαν τέλεια στην εμφάνιση, στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά του σχολιαζόμενου. Κανένας δεν εθίγετο επειδή όλοι ήταν πειράζοντες και πειραζόμενοι και το διασκέδαζαν μια χαρά.
Όμως υπήρχαν και στιγμές στοχασμού με αφηγήσεις που περιείχαν έντονο συναίσθημα. Μικρός μαθητής παρακολουθούσα τις συζητήσεις τους με μεγάλο ενδιαφέρον. Μια φράση που είχα ακούσει πολλές φορές με είχε εντυπωσιάσει : «Αχ, πού είναι εκείνα τα μπιρικέτια» ; Ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν αυτή η φράση υπέκρυπτε ένα έντονο παράπονο και μία αβάσταχτη νοσταλγία. Περιέργως, τα αισθήματα αυτά μεταβιβάζονταν ενστικτωδώς και σε μένα. Αυτός είναι ο λόγος που θυμάμαι τη φράση αυτή ύστερα από τόσες δεκαετίες. Δεν είχα καταλάβει στην αρχή την σημασία της. Ρώτησα όμως και έμαθα ότι μπιρικέτι, λέξη μάλλον τούρκικη, σημαίνει σοδειά. Παρέμεινε όμως το ερώτημα γιατί η σοδειά ήταν τόσο πλούσια παλαιότερα, ώστε να τη νοσταλγούν και τώρα δεν ήταν. Την απάντηση στο ερώτημα τη βρήκα αργότερα.
Οι Καστανιώτες, όπως υποθέτω και οι άλλοι Αγραφιώτες, ζούσαν τότε σε μια, κατά το μάλλον, κλειστή οικονομία. Προσπαθούσαν λοιπόν να εξασφαλίσουν το «ψωμί της χρονιάς», όπως έλεγαν. Να παράγουν δηλαδή οι ίδιοι την αναγκαία, για την οικογένειά τους, ποσότητα σιταριού και καλαμποκιού για ολόκληρο το χρόνο. Όσοι το πετύχαιναν, εθεωρούντο μεγάλοι νοικοκυραίοι και απολάμβαναν τον θαυμασμό και την εκτίμηση των υπολοίπων. Οι περισσότεροι κατόρθωναν να εξασφαλίσουν μόνο κάποιο ποσοστό του «ψωμιού της χρονιάς». Το έλλειμμα θα έπρεπε να καλυφθεί με αγορά. Πόσοι όμως είχαν εισόδημα σε χρήμα ; Μόνο ο δάσκαλος του χωριού και ενδεχομένως, κάποιοι δασικοί υπάλληλοι. Υπήρχαν βέβαια και οι «τυχεροί» που είχαν αρπάξει κάποια σφαίρα στους βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρά Ασία . Η σφαίρα αυτή τους εξασφάλιζε κάποια σύνταξη αναπηρίας. Όσοι δεν είχαν ένα σταθερό εισόδημα σε χρήμα, προσπαθούσαν να το αποκτήσουν με διάφορους τρόπους. Υπήρχαν οι αγωγιάτες που μετέφεραν π.χ. από Καρδίτσα και προς Καρδίτσα τα εμπορεύματα του πατέρα μου. Το καλοκαίρι μετέφεραν τους πολυάριθμους παραθεριστές, πριν εμφανιστούν τα αυτοκίνητα. Υπήρχαν οι υλοτόμοι, οι κτιστάδες κ.α. Όλοι, όμως, προσπαθούσαν παράλληλα να εξασφαλίσουν, έστω και μερικώς, την αναγκαία ποσότητα σιταριού και καλαμποκιού από τα δικά τους χωράφια. Έτσι, προέβαιναν σε εκχερσώσεις εκτάσεων, κυρίως με θάμνους. Ξερίζωναν δηλαδή τους θάμνους για ν’αποκτήσουν καλλιεργήσιμα εδάφη. Επειδή δε οι επίπεδες επιφάνειες σπανίζουν, ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε πλαγιές. Όσο το έδαφος διατηρούσε ακόμα επαρκώς τα γόνιμα στοιχεία του, οι αποδόσεις των καλλιεργειών ήταν ικανοποιητικές. Όμως, αυτά τα γόνιμα στοιχεία απομακρύνονταν σιγά-σιγά λόγω της διάβρωσης του εδάφους από τα νερά των βροχών. Και η διάβρωση αυτή ήταν ιδιαίτερα έντονη λόγω της κλίσης του εδάφους στις πλαγιές και λόγω της αφαίρεσης της προηγούμενης βλάστησης που συγκρατούσε το έδαφος. Έτσι, οι αποδόσεις μειώνονταν δραματικά και δικαιολογούσαν την έκφραση : «Αχ, πού είναι εκείνα τα μπιρικέτια !»
Προσπάθησα να παρουσιάσω μίαν όψη της προπολεμικής ζωής στην Καστανιά η οποία έχει οριστικά εκλείψει. Τα χωράφια εκείνα και τα αμπέλια έχουν εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλειφθεί. Όταν επισκέπτομαι το χωριό μας, όπως και τα άλλα Αγραφιώτικα χωριά, παρατηρώ ότι οι γύρω δασωμένες πλαγιές παρουσιάζουν «μπαλώματα». Πρόκειται για τα χωράφια που είχαν προέλθει από εκχερσώσεις και που καλύπτονται τώρα πάλι από τη βλάστηση η οποία επανήλθε θριαμβευτικά για να κερδίσει αυτό που είχε χάσει. Διακρίνονται λόγω του διαφορετικού χρώματος. Τα μπαλώματα αυτά μου θυμίζουν τον αγώνα που έκαναν οι προηγούμενες γενιές ώστε να εξασφαλίσουν «το ψωμί της χρονιάς». Περασμένες γενιές στερημένες αλλά ελεύθερες και υπερήφανες. Με δύναμη , με πνεύμα οξύ και με φιλοπαίγμονα διάθεση. Οι νέες γενιές που δεν γεννήθηκαν στην Καστανιά θα πρέπει να είναι υπερήφανες γι’αυτές τις παλιές γενιές. Και να μην ξεχνούν ότι, περισσότερο από τον τόπο γέννησης, σημασία έχει ο τόπος καταγωγής. Διότι στον τόπο καταγωγής διαμορφώθηκαν τα γονίδιά τους από τις γενιές που προηγήθηκαν σε βάθος χρόνου.