Η Μαρία Καραγιώργη, από αρχοντική οικογένεια του Πηλίου, είχε μυηθεί στην κομμουνιστική ιδεολογία όταν ήταν δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Παντρεύτηκε τον Κώστα Καραγιώργη, σημαντικό στέλεχος του ΚΚΕ. Στην Κατοχή ο Καραγιώργης ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας. Η Μαρία ήταν υπεύθυνη της Οργάνωσης Γυναικών Θεσσαλίας.
Η γνωριμία μας έγινε το καλοκαίρι του 1944 όταν η Μαρία παρέμεινε στο σπίτι μας στην Καστανιά Αγράφων για δεκαπέντε περίπου ημέρες. Είχε μαζί της το νεογέννητο Αλέξη, σήμερα καταξιωμένο γιατρό με δύο μεγάλα παιδιά και τρία εγγόνια. Συνέχισε την παραμονή της στην Καστανιά σε άλλο νεόδμητο σπίτι ολόκληρο το καλοκαίρι του 1944. Είχε ευγενικό και ευχάριστο χαρακτήρα, πολύ νέα και ευειδής, γεμάτη ζωντάνια. Τον Αλέξη παρακολουθούσε ο νεαρός, τότε γιατρός και κατόπιν καταξιωμένος παιδίατρος, στενός συγγενής μας, Λάζαρος Λαζαρίδης. Εντύπωση μου είχε κάνει ότι ο Λάζαρος ζύγιζε κάθε τόσο τον Αλέξη σε μία ζυγαριά του μαγαζιού. Ο Κώστας Καραγιώργης είχε επισκεφθεί μερικές φορές τη γυναίκα και το γιό του κι’έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά. Με ιδιαίτερα ευγενική συμπεριφορά, πάντα άψογα ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα, πάντα φρεσκοξυρισμένος, δεν έμοιαζε με κανέναν από τους άλλους αντιστασιακούς ηγέτες που περνούσαν συνέχεια τότε από την Καστανιά. Έχουν γράψει πολλά εγκωμιαστικά σχόλια για τον Καραγιώργη οι αριστεροί Θεσσαλοί συγγραφείς Απόστολος Στρογγύλης και Λάζαρος Αρσενίου. Περιορίζομαι σ’αυτά που έχει γράψει ο δημοσιογράφος Λευτέρης Μαυροειδής ο οποίος, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο, βρέθηκε, μαζί με τον Καραγιώργη, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και έζησε από κοντά όσα συνέβησαν στους κόλπους του ΚΚΕ. Στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου, Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο και την Ελληνική Αριστερά, ο Μαυροειδής γράφει για τον Καραγιώργη τα εξής (σ. 454) :
«Ήταν από τις πιο λαμπερές αλλά και τραγικές προσωπικότητες που πέρασαν από το χώρο του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας ο Καραγιώργης. Προσωπικότητα πολύπλευρη, γιατρός, πολιτικός επιστήμονας, διανοούμενος, προπαντός όμως, δημοσιογράφος».
Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν επόμενο να προκαλέσει το φθόνο άλλων ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ με χαμηλή μόρφωση και ταπεινή κοινωνική προέλευση, όπως ήταν οι Ιωαννίδης, Γούσιας, Μπαρζώντας, Βλαντάς κά. Ο ασίγαστος φθόνος αυτών των συντρόφων του βρήκε διέξοδο όταν ο Κώστας Καραγιώργης αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του και να πει με παρρησία τη γνώμη του σχετικά με την πολιτική που οδήγησε το ΚΚΕ στην συντριβή και να επικρίνει το ανώμαλο καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει ο Ζαχαριάδης στο κόμμα. Δέχθηκε, τότε, πυρά ομαδόν από όλους εκείνους που βρήκαν ευκαιρία να διοχετεύσουν τα απωθημένα τους. Κορυφαίος κατήγορος ήταν βέβαια ο ίδιος ο Ζαχαριάδης. Η ετυμηγορία ήταν αδυσώπητη : «‘Ο καραγιώργης ήταν από παλιά πράκτορας του εχθρού», και ως τέτοιος εξοντώθηκε.
Δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στους κόλπους του ΚΚΕ. Από τη φύση του δογματικό το κόμμα αυτό, δεν επέτρεπε διαφορετική γνώμη από την επίσημη γραμμή του. Όποιος την εξέφραζε ανακηρύσσονταν αιρετικός και οδηγούνταν στην πυρά. Την ίδια τύχη είχε άλλωστε και ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, ως άλλος Ροβεσπιέρος.
Γυρίζουμε πίσω στο καλοκαίρι του 1943. Την 5.7.1943 έκλεισε η συμφωνία για τη δημιουργία Κοινού Γενικού στρατηγείου ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού, υπαγόμενο στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Λίγες μέρες αργότερα, την 8.7. 1943 πραγματοποιήθηκε στην Καστανιά Τρικάλων το Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΛΑΣ. Στο συνέδριο συμμετείχαν 500 αντάρτες του ΕΛΑΣ. Είχαν δε προσκληθεί και παρέστησαν ο Ταξίαρχος Έντι, επικεφαλής της αγγλικής αποστολής στα βουνά, καθώς και εκπρόσωποι των άλλων συμμαχικών, τότε, αντιστασιακών οργανώσεων. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρουσία του εκπροσώπου του Τίτο Τέμπο τον οποίο συνόδευε και ο εκπρόσωπος των Αλβανών ανταρτών Τζότζο. Η άψογη οργάνωση του συνεδρίου που επέσυρε τα θερμά συγχαρητήρια όλων των συμμετασχόντων, ιδιαίτερα δε του Άγγλου Ταξίαρχου Έντι, οφείλονταν στον Κώστα Καραγιώργη. Ο Καραγιώργης, σεβόμενος την παρουσία στο συνέδριο μη Κομμουνιστών, μεταξύ των οποίων και πολλοί αξιωματικοί του τακτικού στρατού που είχε κατορθώσει να τους πείσει να συνταχθούν στον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας, είχε απαγορεύσει κάθε εκδήλωση κομμουνιστικής χροιάς (τραγούδια κλπ.)
Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί έπνιγε τον συμμετέχοντα στο συνέδριο Άρη Βελουχιώτη. Δεν άντεξε ο Άρης και σε κάποια στιγμή άρχισε να βροντοφωνεί, με τη συνοδεία του, τον ύμνο του Δημητρώφ (Γενικού Γραμματέα της τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς). Στην σχετική παρατήρηση του Καραγιώργη, ο Άρης αντέδρασε βίαια και δημιουργήθηκε ένα σοβαρό επεισόδιο.
Ο απεσταλμένος του Τίτο, ο Τέμπο, ήταν σημαντικό στέλεχος του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού κόμματος, Στρατηγός και μετέπειτα Υπουργός. Σκοπός του ήταν να αποσπάσει τον ΕΛΑΣ από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο και από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και να τον εντάξει στο Βαλκανικό Στρατηγείο το οποίο θα περιλάμβανε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, των Γιουγκοσλάβων, των Αλβανών και των Βουλγάρων ανταρτών.
Ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργος Σιάντος διέκρινε έγκαιρα τις πραγματικές προθέσεις του Τίτο και ματαίωσε τα σχέδιά του αρνούμενος την ένταξη του ΕΛΑΣ στο Βαλκανικό Στρατηγείο. Ο Σιάντος, έχοντας υπόψη και τη σχετική προϊστορία επί του θέματος,(απόφαση της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1924) είχε αντιληφθεί ότι ο στόχος του Τίτο δεν ήταν άλλος από τον εγκλωβισμό του εαμικού κινήματος στην στρατηγική του για τη δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου», που θα αποσπούσε από την Ελλάδα την ελληνική Μακεδονία και τη Θράκη. Στο Σιάντο είχε επικρατήσει στην περίπτωση αυτή η πατριωτική διάσταση την οποία δεν είχε χάσει χάρις στις επικρατούσες στο κόμμα του διεθνιστικές αντιλήψεις. Δέχτηκε όμως σφοδρές επικρίσεις από τους ακραιφνείς συντρόφους του. Τις επικρίσεις αυτές συνοψίζει ο Σόλων Γρηγοριάδης που υπηρετούσε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, στο βιβλίο του «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης» ως εξής :
«Το γεγονός που δέσποζε ήταν πως ο ΕΛΑΣ δέχθηκε την ένταξή του στο Γενικό Στρατηγείο που οργάνωσαν οι Άγγλοι και όχι στο Βαλκανικό Στρατηγείο που πρόσφεραν οι Γιουγκοσλάβοι. Προτίμησε να στραφεί προς Νότο και όχι προς Βορρά. Θα συνεργάζονταν στρατιωτικά με μια καπιταλιστική δύναμη ( την Αγγλία) και όχι με τους κομμουνιστικούς στρατηγούς της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας. Έτσι έδειχναν τα πράγματα από πρώτη όψη.
«Αυτό το γεγονός είχε γεννήσει τα επικριτικά πυρά πολλών στην Ελλάδα. Και η κριτική – που ασκείται ακόμη και σήμερα- προέρχεται βέβαια από τα αριστερά. Από κομμουνιστές κατηγορείται η ηγεσία του ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής ότι, συμπαρασύροντας όλο το ΕΑΜ, υπήγαγε τακτικά τον ΕΛΑΣ στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο, πράγμα που επέτρεπε στους Άγγλους να τον ελέγχουν. Κι αυτό υπήρξε η αφετηρία όλων των κατοπινών διαδοχικών υποχωρήσεων – Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα-, που κατέληξαν να παραδοθεί το λαϊκό κίνημα δεμένο στους Άγγλους, οι οποίοι με τη σειρά τους το συνέτριψαν. Έτσι η μεγάλη λαϊκή επανάσταση της Κατοχής πήγε χαμένη και κυριάρχησε η αστική αντεπανάσταση, κάτω από τα φτερά του Ιμπεριαλισμού.
«Αυτοί που επικρίνουν έτσι την αποδοχή του Κοινού Γενικού Στρατηγείου και την απόρριψη του Βαλκανικού Στρατηγείου είναι πολλοί. Και άτομα και παρατάξεις και συνέδρια και επίσημες αποφάσεις, πάντα βέβαια από τους κόλπους της Αριστεράς. Και έχουν γραφεί πλήθος κειμένων, με το πρίσμα πάντα του λενινισμού».
Επί των επικρίσεων αυτών παίρνει θέση η Μαρία Καραγιώργη στο Βιβλίο της Από μια σπίθα ξεκίνησε (σ. 223). Αξίζει να παραθέσουμε ένα σχετικό απόσπασμα :
«Όμως, και σήμερα ακόμα υπάρχουν αυτοί που θρηνούν γιατί δεν έγινε το Βαλκανικό Στρατηγείο, και καταδικάζουν εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι, με όλη την ανεπάρκειά τους, με όλη την έλλειψη μόρφωσης και την έλλειψη ευρύτερου διεθνούς ορίζοντα πέρα από τα κομματικά, ενώ ήταν μαθημένοι να περιμένουν και για το παραμικρό τη λύση «από πάνω» - από τη Σοβιετική Ένωση- είχαν το θάρρος και τη δύναμη να πάρουν μια τέτοια απόφαση, τόσο καθοριστική για το μέλλον της χώρας μας και του λαού μας. Μα δε βλέπουν τώρα πια πόσο σωστά έκαναν ; Δε βλέπουν – για τους νεότερους μιλώ – τους σοβαρούς μελετητές – ότι τους παραδώσαμε μια ακέραιη χώρα, όχι μια ακρωτηριασμένη χώρα ; Μήπως οι κατήγοροι αυτοί που θρηνούν για τη απώλεια του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου – ένας καθηγητής ιστορικός αποκαλεί την ηγεσία του ΚΚΕ πολύ περιφρονητικά «ο Σιάντος και οι συν αυτώ»-νομίζουν ότι με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Τίτο θα μας έλεγε «ευχαριστώ για τη συνεργασία σας, γεια σας, σύντροφοι, εμείς στον τόπο σας κι εσείς στο δικό σας» ; Ή μήπως νομίζουν οι θιασώτες του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου ότι οι Εγγλέζοι θα κόπτονταν για την ακεραιότητα της Ελλάδας και θα πολεμούσαν γι’αυτή ; Ή ότι οι Σοβιετικοί θα στεναχωριόνταν γιατί ακρωτηριάστηκε η Ελλάδα ;
«Λοιπόν, αγαπητοί ιστορικοί μελετητές, αυτός ο αμόρφωτος (σ.σ. απλός καπνεργάτης) καραγκούνης Σιάντος {σ.σ. : Δεν ήταν καραγκούνης ο Σιάντος. Καραγκούνηδες είναι οι κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου. Ο Σιάντος ήταν ορεινός Αγραφιώτης}, που εσείς τόσο περιφρονείτε, και «οι συν αυτώ», σας παρέδωσαν μια Ελλάδα ακέραιη και με νέους ελληνικούς πληθυσμούς ενσωματωμένους στα εδάφη της.
«Και ο Σιάντος ευτυχώς πρόλαβε και πέθανε εγκαίρως και δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν «προδότης και πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις», επειδή δεν έφτιαξε το Κοινό Βαλκανικό Στρατηγείο, ώστε να μην ακρωτηριαστεί η Ελλάδα. Εκείνοι οι «περιφρονημένοι και αμόρφωτοι» αγωνιστές κατάφεραν οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής να παραμείνουν στην Ελλάδα και όχι στα Σκόπια , στο FYROM. Και ας θρηνούν ακόμα οι θιασώτες του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου !»
Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ τοπικιστής, τολμώ να σημειώσω ότι οι δύο κορυφαίοι ηγέτες – γενικοί γραμματείς του ΚΚΕ – που τόλμησαν να προβάλουν βέτο στην προσπάθεια του Τίτο να αποσπάσει τη Μακεδονία μας, ώστε να δημιουργήσει τη «Μεγάλη ανεξάρτητη Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Αιγαίου» ήταν Θεσσαλοί Αγραφιώτες.
Ο Γιώργος Σιάντος το τόλμησε το 1943, αποκρούοντας τις πιέσεις του Τέμπο, ειδικού απεσταλμένου του Τίτο, αλλά και δικών μας κορυφαίων ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Δέχθηκε, στη συνέχεια, καταιγισμό επικρίσεων, όπως γράφει ο Σόλων Γρηγοριάδης. Το περίεργο είναι ότι, πολλές δεκαετίες αργότερα, εμφανίζονται νεότευκτοι μελετητές της συμφοράς οι οποίοι επικρίνουν τον Σιάντο σχετικά με το θέμα αυτό, ενώ γνωρίζουν ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις εάν ο Σιάντος δεν είχε προβάλει αυτό το βέτο. Λίγο τους ενδιαφέρει αν η Ελλάδα βρισκόταν ακρωτηριασμένη, αρκεί να είχε κομμουνιστικό καθεστώς. Ανυπαρξία πατριωτικού αισθήματος, κυριαρχία της διεθνιστικής αντίληψης.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης, σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, το 1988, πρόβαλε κι’αυτός το δικό του βέτο. Πράγματι, το 1988, γιορτάστηκαν τα εβδομήντα χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ. Ήρθε και εκπρόσωπος του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ να παραστεί στον εορτασμό, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να προβάλει τη θέση των Σκοπίων και να προσπαθήσει να πείσει τους Έλληνες κομμουνιστές να δουν το θέμα από την ίδια οπτική γωνία. Η θέση του ελληνικού ΚΚ ήταν όμοια με εκείνη που είχε ήδη εκφράσει ο γραμματέας του Χαρίλαος Φλωράκης πριν από δύο μήνες : «Οι Έλληνες κομμουνιστές αρνούνται σταθερά να ακολουθήσουν τη σκοπιανή συλλογιστική και να μετάσχουν στην ανθελληνική εκστρατεία που έχει ως στόχο τη Μακεδονία μας».
Όσον αφορά τις θέσεις που ανέπτυξε παραπάνω η Μαρία Καραγιώργη (το βιβλίο εκδόθηκε το 2000), δε θα πρέπει να υποτεθεί ότι, ίσως, αναθεώρησε την ιδεολογική της τοποθέτηση. Απεναντίας, παρέμεινε πιστή κομμουνίστρια μέχρι τέλους. (πέθανε το 2018 σε ηλικία 94 ετών). Αυτό φαίνεται φανερά από το θρήνο της συγγραφέως μετά τη «συντριβή του ονείρου», όταν διαλύθηκε η κραταιά Σοβιετική Ένωση. Γράφει λοιπόν στο βιβλίο της Από μια σπίθα ξεκίνησε :
«Και εκεί πάνω έρχεται η συντριβή του ονείρου. Τη βραδιά που κατεβαίνει η σημαία με το σφυροδρέπανο από το Κρεμλίνο, αφήνω στη μέση τη φράση, χώνω το κεφάλι στα χέρια μου και αρχίζει ο θρήνος».
Άγγελος Ζαχαρόπουλος
Επίτιμος Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
τ. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας