Ο Ζαχαριάδης ήταν ο εκλεκτός του Στάλιν. Ήταν σοβιετικός πολίτης, μέλος του ΚΚΣΕ και, ως εκ τούτου, πανίσχυρος ηγέτης του ΚΚΕ, όσο ζούσε ο Στάλιν. Την επανάστασή του ο Ζαχαριάδης αποφάσισε ουσιαστικά την 31.3.1946 με την αποχή από τις εκλογές και με την οργανωμένη επιχείρηση στο Λιτόχωρο, την ίδια μέρα.
Ωστόσο, αυτή την περίοδο, είχε παγιωθεί η γεωπολιτική πραγματικότητα όσον αφορά την Ελλάδα. Ο Στάλιν είχε στην ουσία εξασφαλίσει την κυριαρχία σε πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η Ελλάδα, μόνο, είχε συμφωνηθεί να παραμείνει στη ζώνη επιρροής των συμμάχων. Και θα άφηνε, κυρίως η Αμερική, τη Σοβιετική Ένωση να κυριαρχήσει και στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Ελλάδας ; Ήταν μία πανίσχυρη πυρηνική δύναμη που δεν είχε διστάσει να ρίξει δύο ατομικές βόμβες για να συνετίσει την ατίθαση Ιαπωνία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η έκβαση της επανάστασης του Ζαχαριάδη ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι ιδιαίτερα σκωπτικοί συγχωριανοί μου θα του έλεγαν : «πού πας Ζαχαριάδη ξυπόλυτος στ’αγκάθια ; » Εκείνος δεν άκουσε. Πήγε. Και μάτωσε ο ίδιος, μάτωσε το κόμμα του, μάτωσε όλη η Ελλάδα. Και χάθηκαν από τη μία και από την άλλη πλευρά τα πιο ζωντανά παιδιά της.
Πολλοί, εκ των υστέρων, ενώ επικρίνουν τον αυταρχισμό του και του καταλογίζουν σοβαρότατα και ανεπίτρεπτα λάθη, αναγνωρίζουν το γρήγορο και κοφτερό μυαλό του. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ζαχαριάδης ήταν προικισμένος με ξεχωριστή ευφυΐα και είχε αποκτήσει μια ευρεία μόρφωση. Πως, όμως, με τέτοια ευφυΐα δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά την πραγματικότητα της εποχής στις αντικειμενικές της διαστάσεις ;
Οι σοβαροί και καταξιωμένοι ιστορικοί Γρηγόρης Φαράκος και Φίλιππος Ηλιού αναφέρουν μια μυστική συνάντηση που είχε ο Ζαχαριάδης με το Στάλιν στην Κριμαία τον Ιούνιο του 1946. Δεν βρέθηκαν πρακτικά αυτής της συνάντησης, ούτε είναι γνωστό αν υπάρχουν. Θα μπορούσα να φανταστώ το ακόλουθο σενάριο των όσων διημείφθησαν σ’αυτή τη συνάντηση:
Λέει ο Στάλιν στο Ζαχαριάδη : «Έχεις πρόθεση να αναπτύξεις μια επανάσταση η οποία δειλά- δειλά έχει ήδη αρχίσει. Θα ήθελα πολύ να τη στηρίξω ολόπλευρα και ουσιαστικά. Εμποδίζομαι όμως από τις συμφωνίες που έχω με τους χθεσινούς συμμάχους μου και τις οποίες η σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπει να αθετήσω. Μπορώ, όμως, διακριτικά να σε στηρίξω είτε απ’ευθείας είτε μέσω των φίλων χωρών που συνορεύουν με την Ελλάδα. Εκείνο, πάντως, που θέλω να τονίσω είναι ότι, μια εστία ανωμαλίας στην Ελλάδα, η οποία θα συντηρείται, θα εξυπηρετεί την εξωτερική πολιτική της χώρας μου. Είσαι ο πιο έμπιστός μου και ο πιο κατάλληλος να αναπτύξει και να συντηρήσει μια επανάσταση στην Ελλάδα. Ως Σοβιετικός πολίτης, μέλος του ΚΚΣΕ και συνειδητός κομμουνιστής, οφείλεις να προσφέρεις αυτή την υπηρεσία στη μοναδική χώρα όπου ο σοσιαλισμός έγινε πραγματικότητα.» Κολακευμένος ο Ζαχαριάδης, δέχτηκε με ενθουσιασμό να παίξει το ρόλο που του ανέθεσε ο μεγάλος Στάλιν.
Ένα τέτοιο σενάριο υπαινίσσονται και οι Γρηγόρης Φαράκος, διατελέσας και Γραμματέας του ΚΚΕ, καθώς και ο Φίλιππος, γιός του Προέδρου της ΕΔΑ Ηλία Ηλιού. Πολλά και πειστικότατα στοιχεία υπέρ του ανωτέρου σεναρίου έχει καταθέσει ο δημοσιογράφος Λευτέρης Μαυροειδής, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο» ο Στέλιος Κούλογλου. Να σημειωθεί ότι ο Λευτέρης Μαυροειδής βρέθηκε στην Πολωνία από το τέλος του εμφυλίου μέχρι το 1974 και έζησε, ως δημοσιογράφος, από κοντά όσα συνέβησαν στους κόλπους του ΚΚΕ. Αξίζει να παραθέσουμε τα όσα σημαντικά κατέθεσε ο Λευτέρης Μαυροειδής ( Στέλιος Κούλογλου : « Μαρτυρίες για τον εμφύλιο», σελ. 490 – 491) :
«Το 1948 στην Αθήνα επικράτησαν ή απλώς έγιναν κάποιες σκέψεις αναζήτησης ενός διαλόγου με τον Δημοκρατικό Στρατό. Και εστάλη κάποιος από τον Τσαλδάρη…να πάει στο βουνό. Πήγε μέσω Γιουγκοσλαβίας και ζήτησε συνάντηση με τον Ζαχαριάδη. Ο Ζαχαριάδης δεν δέχτηκε να πάει και είπε στον Μάρκο Βαφειάδη να πάει εκείνος. Ο Μάρκος δεν ήθελε, τελικά ο Ζαχαριάδης επέμεινε και του είπε : «Θα πας να τους πεις : «Ναι, δεχόμαστε να γίνει ανακωχή και να σταματήσει ο πόλεμος, υπό τον όρο όμως ότι όλα τα μέλη της κυβέρνησης θα δικαστούν ως εγκληματίες πολέμου». Ήταν τερατώδες αυτό το πράγμα. Όταν μου το έλεγε ο Μάρκος, τον ρώτησα : «Καλά, τα είπες αυτά ;» «Τι να έκανα ;» μου λέει. «Μου το επέβαλε ο Ζαχαριάδης». «Και τι απάντησαν ;» «Γέλασαν οι άνθρωποι κι έφυγαν, τι να πουν ;»
Κατά την ίδια περίοδο όμως έγινα κι εγώ,(συνεχίζει ο Λευτέρης Μαυροειδής), κατά κάποιον τρόπο, αποδέκτης μίας άλλης πρότασης από γαλλικής πλευράς. Βρισκόμουν στη Σόφια και μια Κυριακή με κάλεσε στο σπίτι του για γεύμα ο επιτετραμμένος της γαλλικής πρεσβείας. Νομίζω ότι λεγόταν Αλουέτ. Ήταν ένας νέος, εξαιρετικά πολιτισμένος και ευγενικός άνθρωπος, η γυναίκα του μια κομψοτάτη κυρία. Καθώς τρώγαμε, μου λέει : «Ξέρετε, η γαλλική κυβέρνηση ανησυχεί με την παράταση του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και θα ήθελε να κάνει κάτι μήπως γίνει δυνατό να βρεθεί τρόπος να σταματήσει ο πόλεμος. Τι θα λέγατε ;» Κοιτάξτε», του λέω, «θα το μεταβιβάσω στην ηγεσία του κόμματος». Και πράγματι έγραψα ένα γράμμα στον Πετρή τον Ρούσο – ο Ρούσος ήταν τότε στο Βουκουρέστι υπουργός Εξωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του Βουνού. Δεν υπήρξε καμία συνέχεια. Προφανώς ο Ζαχαριάδης εκείνη την ώρα θεωρούσε ότι δεν υπήρχε λόγος να προχωρήσει σε συμβιβασμό ή ίσως δεν του το επέτρεπε ο Στάλιν».
Ακόμη περισσότερο συνηγορεί υπέρ του αναφερθέντος σεναρίου η παρακάτω μαρτυρία του Λευτέρη Μαυροειδή (σελ.452) :
«Πιστεύω ότι ο Στάλιν δέχτηκε την ιδέα του εμφυλίου πολέμου που θα δημιουργούσε από την άλλη πλευρά μια ανοιχτή πληγή στα πλευρά των Αγγλοαμερικανών. Τον βόλευε την στιγμή εκείνη να υπάρχει μια αιμορραγία στα Βαλκάνια, η οποία όμως να τελεί υπό έλεγχο, ώστε να μην φτάσει σε σημείο να προκαλέσει ένα γενικό βαλκανικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1948, όπως ξέρουμε, σε μια συνάντηση που είχε με τον Τζίλας και τον Καρντέλι, τους πιο στενούς συνεργάτες του Τίτο, τους είπε : «Κακώς κάνετε και πιστεύετε ότι μπορούν να νικήσουν οι κομμουνιστές. Θα αφήσουν οι Άγγλοι να υπάρξει μια κομμουνιστική Ελλάδα ; Είστε στα καλά σας ; Και δημιουργείτε και σε μένα δυσκολίες».
«Αργότερα βέβαια, παρά ταύτα, αύξανε κατά περιόδους τη βοήθειά του προς τον Δημοκρατικό Στρατό διότι είναι προφανές ότι έτσι χρησιμοποιούσε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα ανάλογα με τα συμφέροντά του της στιγμής. Τον συνέφερε σε μια δεδομένη στιγμή να δυναμώσει ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα ; Βοηθούσε με υλικό. ’Ήθελε να υποβαθμιστεί ο πόλεμος ; Σταματούσε την παροχή υλικού ή και έκλεινε τα σύνορα της Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες και ούτω καθεξής. Αυτό το παιχνίδι κράτησε, μέχρι το 1949, τον Απρίλιο μάλλον, που φώναξε τον Ζαχαριάδη και του είπε ότι πρέπει να σταματήσει ο εμφύλιος πόλεμος και ως την 1η Μαΐου να έχει υποχωρήσει ο ΔΣΕ προς τις βαλκανικές χώρες. Πράγματι, όπως λέει ο Γούσιας στο βιβλίο του, είχαν αρχίσει να γίνονται και σχέδια υποχώρησης. Μέχρι που κάποια στιγμή επεμβαίνει και πάλι ο Στάλιν και τους λέει : «Όχι, δεν θα αποχωρήσετε, θα συνεχίσετε τον αγώνα γιατί θα γίνει μια συζήτηση στον ΟΗΕ και θέλουμε να είναι φουντωμένος ο εμφύλιος. Να συνεχίζεται ο αγώνας». Βέβαια στο διάστημα αυτό έγινε η μεγάλη επίθεση του 49 από τις κυβερνητικές δυνάμεις και ο εμφύλιος έληξε».
Εάν η αντικειμενική ιστορική έρευνα επαληθεύσει αυτό το σενάριο, η ευθύνη που βαραίνει το Ζαχαριάδη είναι δυο φορές πιο βαριά. Και τούτο διότι δεν έκανε την επανάσταση για να διώξει, όπως διακήρυττε, το μοναρχοφασισμό και τους Άγγλους από την Ελλάδα ώστε ο ελληνικός λαός να απολαύσει τα αγαθά της λαϊκής δημοκρατίας αλλά για να εξυπηρετήσει την σοβιετική εξωτερική πολιτική.
‘Έτσι, όπως γράφει και ο Φίλιππος Ηλιού (Ο Εμφύλιος Πόλεμος – εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, σελ. 358), ο Δημοκρατικός Στρατός που δημιούργησε ο Ζαχαριάδης, δεν αποτέλεσε, σύμφωνα με το τριτοδιεθνικό μοτίβο, παρά «το προκεχωρημένο απόσπασμα της επανάστασης» το οποίο θυσιάζεται προκειμένου να κερδηθεί η συνολική μάχη του διεθνούς κομμουνισμού.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, για τους σκοπούς του διεθνούς κομμουνισμού αποδεκατίστηκε η ηρωική ελληνική νεολαία της δεκαετίας του 1940, καταστράφηκε η υποδομή της χώρας και ανοίχτηκαν οι φοβερές πληγές στον εθνικό κορμό που, εβδομήντα χρόνια αργότερα, δεν έχουν ακόμα πλήρως επουλωθεί.
Άγγελος Ζαχαρόπουλος
Επίτιμος Διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Επίτιμος Διδάκτωρ Γεωπονικού Πανεπιστημίου
πρ. Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Γεωργίας