Μια περίπτωση ιερέα που έχει σχέση με το θέμα μας καταγράφει στις επιστολές του ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός. Τότε στα 1663, κατά το κείμενο της επιστολής, ο νεαρός σε ηλικία ιερέας Άγγελος της Καστανιάς σε κατάσταση ευθυμίας τραγούδησε με τη φιλική του παρέα στην Καστανιά Αγράφων, εντονότερα των άλλων το ΄έγια μόλα’. Ίσως το ‘πταίσμα’ αυτό, όπως το αποκαλεί ο Ευγένιος, να ήταν αποτέλεσμα οινοποσίας τού « φύσει ένθερμου και ευκίνητου» ιερέα. Δυστυχώς όμως το ότι «ερραψώδει και αυτός κοινά μετά των άλλων ...και προθυμότερον ολίγον των άλλων» το πληροφορήθηκε σε επιτόπια επίσκεψή του στην Καστανιά ο εγχώριος επίσκοπός του, ο Λιτζάς και Αγράφων Ιάκωβος (1657-1678), ο επικληθείς και κακο - Ιάκωβος (1) για την αχαρακτήριστη επί μακρόν συμπεριφορά του προς τον διδάσκαλό του Ευγένιο, ο οποίος (Ιάκωβος) και του επέβαλε την ποινή του αφορισμού και των επιτιμίων.
Τη δυσμενή αυτή εξέλιξη ο ιερέας την έφερε βαρέως και ζήτησε τη συνδρομή τού λόγιου ιερωμένου της Σχολής των Βραγγιανών Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού. Ο Ευγένιος, αφού επανειλημμένως άκουσε «εν απορρήτω και πνευματικώ τρόπω» τον ιερέα, τελικά του έδωσε μια συστατική επιστολή με σκοπό να την παραδώσει ο ίδιος ο ιερέας στον ανώτερο τού επισκόπου, Μητροπολίτη Λάρισας Διονύσιο, από τη φιλανθρωπία του οποίου ζητά μετά πάροδο ενός έτους τη μεταμέλεια «ει και μη ως αθώον (ουδείς γαρ αθώος), αλλ’ ως μετάμελον και μέλος οικείον και μέρος όλου του σώματος της εκκλησίας»
«…Τούτου χάριν και ο παρών ιερεύς ονόματι Άγγελος, οπού της εγχειρίζει τώρα αμέσως το παρ’ ημών γράμμα, εκ της χώρας υπάρχων Καστανίας ήλθε προς ημάς εδώ και άπαξ και δις και τρίτον ήδη μετ’ ολίγον, δεινοπαθών άμα και αποδυρόμενος τας κατ’ αυτού διαβολάς και το υπέρ χρόνον επιτίμιον. Όθεν κρίνας αυτόν εγώ και ανακρίνας εν απορρήτω και πνευματικώ τρόπω και ως πρέπει τω επαγγέλματι τω ανωτέρω ουχ εύρον εν αυτώ ίδιον πταίσμα χωριστόν. Τούτο μόνον, ότι ερραψώδει και αυτός κοινά μετά των άλλων το « έγια μόλα» (γελαστικόν ειπείν), το ναυτικόν εκείνο λαρύγγισμα, καν και προθυμότερον ολίγον των άλλων διά το φύσει ένθερμον και ευκίνητον. ου μετά πολλάς δε ημέρας παραγενόμενος και ο σος Αγράφων εκεί και επί παρουσία πολλών και επ’ εκκλησίας αφώρισε και ουδείς ίδιον πταίσμα κατ’ αυτού τούτου εμαρτύρησε. μόνος ενάγων και κριτής γίνεται ο ρηθείς Αγράφων. ούτος γάρ ούτως αφόβως τε και συλλογίστως πάντα κινείται καθ’ ου κινείται. Τρέχει ουν ο παπάς ούτος προς την πατρικήν της φιλανθρωπίαν μετά θεόν και τη μια των χειρών των παντίμων αυτής άπτεται σιαγόνων, των δε γονάτων τη άλλη (κατά την ποιητικήν παράδοσιν) υπομιμνήσκων δι’ αυτών το τε συλλογιστικόν και το προς ευεργεσίαν ευκίνητον. Και επειδή επάταξεν αυτόν ήδη τω λόγω της θείας χάριτος και τοις επιτιμίοις, πάλιν ας τον θεραπεύση χριστομιμήτως και συμπαθώς. ας τον δεχθή, παρακαλώ, ει και μη ως αθώον (ουδείς γαρ αθώος), αλλ’ ως μετάμελον και μέλος οικείον και μέρος όλου του σώματος της εκκλησίας. Και ταύτα μεν περί τούτου, αι δε άγιαι και θεοπειθείς σου ευχαί είησαν μεθ’ ημών αρωγαί εν βίω παντί. αμήν.
Εκ Βρανιανών + αχξδ΄ Οκτωβρίου κζ΄.
Ο Ευγένιος ο εξ Αιτωλίας δούλος της.(2)
Τη σχέση κλήρου και Δημοτικού Τραγουδιού μαρτυρά και η καταγραφή του γνωστού δημώδους άσματος ΄΄ Η Ελαφίνα΄΄ σε κώδικα της Συλλογής Αλεξίου Κολυβά (1849-1915) που ανήκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Μονή Πέτρας του Καταφυγίου και σήμερα απόκειται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το τραγούδι είναι καταγεγραμμένο αχρονολόγητα σε Κώδικα (Ευχολόγιο) του 17ου αιώνα και τραγουδιέται και χορεύεται ιδιαίτερα στη Θεσσαλία με συμβολικό περιεχόμενο και έντονα λυπητερά συναισθήματα. Πρόκειται για το παιδί μιας μάνας, που με αυθαίρετη διαταγή αξιωματούχου της Τουρκίας (βασιλιά κατά το ποίημα) εκτελέστηκε. Η μητέρα τού αδικοσκοτωμένου παιδιού θρηνεί το χαμό του σαν ελαφίνα, που ο κυνηγός τής σκότωσε το ελαφάκι.
Σε καταγραφή (1996) του Δ. Καλτσούλα (3) το τραγούδι στην περιοχή μας έχει ως εξής:
Όλα τα λάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται,
μα μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ’ άλλα,
μόνο τ’ απόσκια περπατεί, τ’ απόζερβα αγναντεύει,
κι όθ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Κι ο ήλιος την ερώτησε, κι ο ήλιος τη ρωτάει:
- Γιατί, λαφίνα ταπεινή, δεν πας κοντά με τ’ άλλα;
Μόνο τ’ απόσκια περπατείς, τ’ απόζερβα αγναντεύεις;
- Ήλιε μου, σαν με ρώτησες, θα σου το μολογήσω:
Δώδεκα χρόνους ορφανή, στείρα χωρίς ελάφι.
Κι απάνω στο δωδέκατο απόχτησα λαφάκι.
Μα σαν εβγήκε ο βασιλιάς, να λαφοκυνηγήσει,
το βρίσκει μοσχανάθρεφτο, ρίχνει και το σκοτώνει.
Γι’ αυτό στα απόσκια περπατώ, στ’ απόζερβα αγναντεύω.
Κι οθ’ εύρω γάργαρο νερό, θολώνω και το πίνω.
Ας το δούμε τώρα και στην πρώτη του ίσως καταγραφή του από τον ολιγογράμματο γραφέα του στον Κώδικα (4) που προηγουμένως αναφέραμε και που δεν απέχει πολύ από τη προηγούμενη πραγματικότητα:
«Άγριο λάφι βόσκαιται – παραβόσκεται - κάτω σε άνηδρους κάμπους
βόσκεται. Παραβόσκεται τη γην δάκρια γεμίζ
- οχού μανίτζα μου-=
και από τα δάκρυα τα πολλά. την γην χηλον, επήκε.
και ήλιος ανατέλοντα την ελαφήν ερώτα,
λαφήν(α) γιδέ βόσκισε. και δεν δροσολογάσε.
ηγώ λεγα κυρ ιλιε μου να μιν με το ροτήσης,
αμϊ αφόντης με το ρότησες. να σε το μολογήσω.
δώδεκα χρόνους έκαμα και μόσχον δεν επήκα.
και τώρα στα γεράματα. Έπισα ορεον μοσχάρι,
και δεν το πυρα, να αναβώ απάνου στο ωροωβούνη,
αμι ήρθα. και εκατέβικα εις τους ορεους κάμπους.
και ο βασιλεύς εδιάβενε. εις το ελαφοκϊνήγι.
κϊ ωλιμερης κινήγησε κινήγη δεν έποικε
και προς το γέρμα του ήλιου έπηασε το μοσχάρι.
της μάνας του το διέβικεν για να πήση δήπνον.
τα μάτια του εσταρκϊσαν. εθάμβωσε το φως μου
στω κάψαλο δρωσωλογώ. στο ξέρα ησηχάζο.
και όσα ποτάμια με νερό, θέλο να τα καταπίω».
Από την αναφορά μου στα δύο περιστατικά προκύπτει αβίαστα ότι οι ιερείς μας ήταν μέτοχοι του Δημοτικού Τραγουδιού και χορού. Ως υμνωδοί του Υψίστου και πολλοί με καλλιεργημένη φωνή, γνωστή η σχέση Βυζαντινής Μουσικής με το Δημοτικό τραγούδι, σε στιγμές χαράς και πανηγύρεων εξέφραζαν και εκφράζουν και σήμερα τα συναισθήματά τους με χορό και τραγούδι. Αρκεί ο χορός των να μην είναι εξεζητημένος και να εκφράζει ας μου επιτραπεί μια σεμνότητα, αν και δεν μου αρέσει η λέξη αυτή στην προκείμενη περίπτωση.
Δύο τοπικά δημοτικά τραγούδια που καταγράφηκαν παλιότερα στην περιοχή μας μού κατέθεσε ο γνωστός και πολύ χρήσιμος στις κατά καιρούς συζητήσεις μας καθηγητής και προσωπικός μου φίλος Βασίλης Κάμπας των Πετριλίων.
Πρόκειται για τον Πασχαλινό χορό που χορεύονταν την πρώτη μέρα του Πάσχα.
Σήμερα Χριστός ανέστη
Σήμερα αληθώς ανέστη
Σήμερα και οι παπάδες
Στέκονται σαν δεσποτάδες
Σήμερα τα παληκάρια
Στέκονται σαν τα λιοντάρια
Σήμερα και τα κορίτσια
Στέκονται σαν κυπαρίσσια
Σήμερα κι οι παντρεμένες
Στέκονται καμαρωμένες
Σήμερα κι αυτές οι χήρες
Χαίρονται οι κακομοίρες
Σήμερα και οι γριές
Σαν τομάρια στις προβιές
Και το Επιτραπέζιο τραγούδι των καλογήρων στα προσφερόμενα δείπνα των προσκυνητών γνωστά και ως ψαλμοτράγουδα. Καταγράφηκε από συνεργείο της ΥΕΝΕΔ το 1981και μάλιστα για την πιστότερη απόδοση μέσα στο ναό του Ρώση στο Πετρίλο.
Ένας είναι ο Θεός,
δεύτερη η Παναγιά,
τρισυπόστατος ο Θεός
(Σε υμνούμε, σε ευλογούμε, παρθένα μου Παναγιά)
Τέσσερ’ οι Ευαγγελιστές,
πεντέ οι αειπαρθένες,
έξι ο εξάψαλμος
( Σε υμνούμε, .... )
Επτά ειν’ τα μυστήρια,
οχτώ ειν’ η Οκτώηχος,
εννέα ειν’ τα Τάγματα
( ... ... )
Δέκα ειν’ ο εντολές,
έντεκα τα εωθινά,
δώδεκα οι Απόστολοι
και στο μέσον ο Χριστός
( ... ... )
Κατά την ίδια πηγή μας παλαιότερα συνήθως οι ιερείς χόρευαν το ΄΄Γαϊτανάκι’’ οργανικό χορό (χωρίς λόγια).
Τελευταία ο επίσης Πετριλιώτης Λευτέρης Κάμπας (5), αδελφός του προηγουμένου που προαναφέραμε μελετητής των τραγουδιών της Αργιθέας και εξίσου αγαπητός μου φίλος, σε εργασία του σχετική με τη δημοτική ποίηση ως δείγμα των τραγουδιών που προτιμούσαν οι παπάδες του Πετρίλου στους Πασχαλινούς χορούς, αλλά και των άλλων χωριών της περιοχής, παραθέτει τα παρακάτω δύο τοπικά τραγούδια:
Κάτω στα Ιεροσόλυμα (στα τρία)
Κάτω στα Ιεροσόλυμα πατέρες πατέρες
πατέρες ευλογείτε και στου Χριστού τον τάφο.
Εκεί αναστήθηκ’ ο Χριστός πατέρες πατέρες,
πατέρες ευλογείτε στους ουρανούς ανέβει
εκεί δεντρί δεν ήτανε, πατέρες πατέρες,
πατέρες ευλογείτε δεντρί έχει ξεφυτρώσει.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός πατέρες πατέρες
πατέρες ευλογείτε κι η Παναγιά η ρίζα.
Και τα δασιά κλωνάρια του πατέρες πατέρες
πατέρες ευλογείτε είν’ οι Δώδεκα Αποστόλοι
πατέρες ευλογείτε λαός υπερυψούται
εις πάντας τους αιώνας.
Και το δεύτερο (καθιστικό τραπεζιάτικο):
Απάνω σε γλυκομηλιά
Απάνω σε γλυκομηλιά και κάτω σ’ άγιο κλήμα.
Εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια,
με το χρυσό του το σταυρό, με τ’ άγιο το Βαγγέλιο.
Κανένας δεν τον ξύπνησε να πάει να λειτουργήσει,
κι η Παναγιά η Δέσποινα πάει και τον ξυπνάει.
Ξύπνα παπά μου κι έφεξε, ξύπνα και πάει γιόμα.
Τα μοναστήρια σήμαναν κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
Προσωπικά ένα στοιχείο της Αργιθέας που με άρεσε και με συγκλόνισε, και γι’ αυτό έγινε η αναφορά μου στο θέμα αυτό, είναι ο τοπικός της χορός ΄΄ ο κλειστός΄΄ αμέσως μετά την θεία λειτουργία των τοπικών πανηγύρεων από ομάδα ιερέων που συλλειτουργούν ή και ιερέων με ομάδα λαϊκών. Συμβαίνει στη ζωή μας πολλές φορές κάτι που το βλέπουμε και το βιώνουμε τακτικά και μόνιμα να μην το αξιολογούμε θετικά. Να το προσπερνάμε ως ένα δεδομένο της περιοχής χωρίς να το προσδίδουμε την απαραίτητη σημασία.
Την περιγραφή του ωραίου αυτού εθίμου που θέλει τους ιερείς της Αργιθέας να χορεύουν στα εντυπωσιακά πανηγύρια της περιοχής μού εξιστόρησε προφορικά πριν λίγα χρόνια ο αρχιτέκτονα Γιάννης Καρατζόγλου, γνωστός ερευνητής πολλών θρησκευτικών μνημείων της περιοχής μας. Μου έλεγε πως εγώ δεν γνώρισα χωριό. Βρέθηκα λοιπόν στις 8-9-1998 (Γενέσιο της Θεοτόκου) στα γνωστά οδοιπορικά μου για τα μοναστήρια της Αργιθέας στη Μονή Κώστη. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας, στο αμφιθεατρικό τοπίο της μονής με τα γύρω βουνά, αντίκριζα για πρώτη μου φορά ιερείς να χορεύουν. Ο τρόπος που πιανόντουσαν αγκώνα με αγκώνα (θλυκωτό), τα δωρικά και με ωραίο μέτρο βήματά τους, η προσήλωσή τους στο τραγούδι με συγκλόνισαν. Ήταν για μένα, αναφέρει ο κ. Καρατζόγλου, η σκηνή εκείνη μια αρχαία θεατρική πράξη σε ένα εξωτικό τοπίο με θεατές τη φύση και ηθοποιούς τους ιερείς. Όταν του εξήγησα πως ίσως το σφιχταγκάλιασμα αυτό σημαίνει την αναγκαία ψυχική ενότητα των ανθρώπων της ορεινής κοινωνίας να ξεπερνούν εν τη ενώσει τα πολλά και δύσβατα προβλήματα της περιοχής ο ενθουσιασμός του μεγάλωσε. Σημειώνω πως η φωτογραφία του αυτή κοσμεί το εξώφυλλο της ανέκδοτης εργασίας του.(6)
Παρόμοια σκηνή αργιθεάτικου χορού με ιερέα τον Ηλία Νασιώκα της Μαραθέας καταγόμενο από το Πετροχώρι να σέρνει το χορό αντίκρισε στην τηλεόραση και ο μακαριστός Μητροπολίτης μας Κλεόπας (1913-1999) σε εκπομπή της ΥΕΝΕΔ. Κάλεσε τότε τον παπα-Ηλία για εξηγήσεις και τον απειλούσε με εξάμηνη αργία αν δεν μεσολαβούσε ο, γνωστός στον Μητροπολίτη Κλεόπα, Μουσικολόγος Σίμων Καράς να του επιστήσει την προσοχή πως έχουμε χρέος ιερό να διατηρούμε τις παραδόσεις και όχι να τις καταργούμε.(7) Σημειώνουμε πως ο Μακαριστός Κλεόπας από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας ήθελε το τραγούδι από τους ιερείς αλλά όχι και το χορό. Γνωστοί ιερείς καλλίφωνους που τραγουδούσαν κατά καιρούς σε συνάξεις κληρικές και όχι μόνο ήταν οι ιερείς Βρέκος Φώτιος, Μάγγος Δημήτριος και ο πατριώτης μου Γερούκης Βασίλης του Θωμά.
Την πιο επίσημη όμως θέση της εκκλησίας μας προς το Δημοτικό τραγούδι, και τελειώνω μ’ αυτό, εκφράζει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Στα εγκαίνια λειτουργίας του ο τότε Αρχιεπίσκοπος μακαριστός Σεραφείμ (1913-1998) απαίτησε από τον Διευθυντή Μητροπολίτη Γουμένισσας Δημήτριο (8) όπως ο Σταθμός αρχίζει με Προσευχή και Δημοτικό Τραγούδι και κλείνει με Δημοτικό Τραγούδι και Προσευχή.
1. Π. Βασιλείου, Η Επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1960, σ. 148-152.
2. Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού Επιστολές, 1992, αρ. επιστολής 44, Βρανιανά 27 Οκτ. 1663(;) (προς Διονύσιο Λαρίσης ).
3 . Δ. Καλτσούλας «Όσα κι αν περπάτησα ...» Δημοτικά τραγούδια Αργιθέας, Γόμφων, Ιθώμης Καρδίτσας, έκδοση Συλλόγου Αργιθεατών Αθήνας ΄΄ Η Εστία΄΄ Αθήνα 1996, σ. 70.
4. Κώδικας αριθ. 23 του 17ου αιώνα (Ευχολόγιο). Βλ. Γ. Κλήμος, Το Χρονικό της Ιεράς Μονής Πέτρας Καταφυγίου, Καρδίτσα 2001, σ. 172-173.
5. Λευτέρης Κάμπας, «Από τους θησαυρούς της δημοτικής μας ποίησης», εφ. Ψηλά Βουνά, έκδοση του Συλλόγου των Απανταχού Πετριλιωτών «Το Πετρίλο», Σχηματάρι, αρ. φ. 42 (2019) σ. 12-13.
6. Γιάννης Καρατζόγλου, Ναοί αθωνίτικου τύπου στα θεσσαλικά Άγραφα (16ος αι. – 18ος αι.), Καρδίτσα 2012, Διδακτορική διατριβή, δακτυλογραφημένη, σχ. 4ο, ανέκδοτη.
7. Β. Κάμπας.
8. Κων. Κελεσίδης, Γραμματέας της Ι. Μητροπόλεώς μας.
(δημ/κε στον Ν. Αγώνα 24-7-2020)